Η Μεγάλη Είσοδος συμβολίζει την πορεία του Χριστού προς την Ιερουσαλήμ, όπου έπρεπε να θυσιαστεί. Τότε καθισμένος “επί πώλου όνου”, έμπαινε στην Αγία Πόλη, συνοδευόμενος και υμνούμενος από τα πλήθη.
Προχωρώντας με πολλή κοσμιότητα και με βήμα αργό, τα περιφέρει στο ναό, ανάμεσα στο πλήθος, συνοδευόμενος από λαμπάδες και θυμιάματα. Τελικά εισέρχεται στο θυσιαστήριο και τα αποθέτει στην Αγία Τράπεζα.
Στο πέρασμα του ιερέα οι πιστοί ψάλλουν και προσκυνούν με κάθε σεβασμό παρακαλώντας να τους μνημονεύει την ώρα που θα προσφέρει στο Θεό τα τίμια δώρα. Γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει αποτελεσματικότερη ικεσία από τούτη τη φρικτή θυσία, που καθάρισε δωρεάν όλες τις αμαρτίες του κόσμου
Χαρακτηριστικό λειτουργικό στοιχείο της Μεγάλης Εισόδου είναι ο Χερουβικός Ύμνος, που ψάλλεται σε αργό μέλος από το χορό:
«Οι τα Χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες και τη ζωοποιώ Τριάδι τον τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν νυν βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν, ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Αλληλούια».
Δηλαδή:
«Εμείς που μυστικά εικονίζουμε τα Χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, για να υποδεχθούμε τον Βασιλιά των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τα αγγελικά τάγματα. Αλληλούια»
Ο λειτουργός θα προχωρήσει πλέον στη θυσία, και πρέπει τα δώρα που πρόκειται να προσφερθούν για τη Θυσία, να τοποθετηθούν στην Aγία Τράπεζα. Για αυτό έρχεται τώρα στην Πρόθεση, παίρνει τα τίμια δώρα, τα κρατάει στο ύψος του κεφαλιού του και βγαίνει από το Ιερό.
«Ο Χερουβικός Ύμνος καθώς ψάλλεται από τους ψάλτες και από το λαό, φανερώνει πως μαζί με τους ανθρώπους ψάλλουν και οι Άγγελοι στον ουρανό».
Αν στη Μικρή Είσοδο, προσευχόμαστε και ψάλλουμε οι άνθρωποι μαζί με τις ουράνιες Δυνάμεις και ζητήσαμε «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι»,τώρα
οι άνθρωποι μαζί με τους Αγγέλους τελούμε τη θεία Λειτουργία, εκείνη που γίνεται και στον ουρανό.
Γιατί, καθώς γράφει ο άγιος Συμεών ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Ιησούς Χριστός ένωσε την ουράνια και την επίγεια Εκκλησία.
Ο λειτουργός αρχίζει με μια συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του Θεού. Το να υπηρετεί κανένας το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο σε κάθε άνθρωπο, αλλά και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν σοι, Βασιλεύ της δόξης· το γαρ διακονείν σοι μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν». Κανένας, από εκείνους που είναι δεμένοι με τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές, δεν είναι άξιος να έρχεται και να πλησιάζει και να σε λειτουργεί, ένδοξε Βασιλέα. Γιατί να σε υπηρετεί κανένας είναι μεγάλο και φοβερό και σ’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει τη θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και το πιστέψει πως είναι άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί. Αλλά εδώ δεν κάνει να λέμε πολλά, γιατί όσο περισσότερα λέμε, τόσο χειρότερα για μας. Εδώ κάνουμε το σταυρό μας, σιωπούμε και ζητούμε το έλεος του Θεού.
Γιατί ο Θεός, γνωρίζοντας την αξία του ανθρώπου, κι όταν ο άνθρωπος πέφτει και αμαρτάνει, και άνθρωπος έγινε καί αρχιερέας υπήρξε και το θείο μυστήριο της Ευχαριστίας σύστησε, και αντί για Αγγέλους εδώ στη γη ανθρώπους έβαλε για να τον υπηρετούν.
Ο Θεός είναι πραγματικά ο Δεσπότης και κυρίαρχος όλων όσα υπάρχουν στον ουρανό και στη γη. Όχι σαν δυνάστης, αλλά η δύναμη που κρατάει τα πάντα· η πρόνοια που συντηρεί και κυβερνάει τον κόσμο, ο Βασιλέας του λαού του, που είναι η Εκκλησία, ο μόνος άγιος και μακάριος, που χαίρει και βρίσκει ανάπαυση, Όταν οι άνθρωποι επιτελούν αγιοσύνη μέσα στο σωτήριο φόβο του.
Αυτά τα λόγια είναι μόνο για τον ιερέα και μόνο ο ιερέας τα ζει και τα καταλαβαίνει. Αυτός, που με τη χάρη του Θεού και με την εντολή του λαού πλησιάζει, τώρα ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην αγία Τράπεζα.
Γιατί σε σένα έρχομαι, σκύβω την κεφαλή μου και σε παρακαλώ· μη μου γυρίσεις το πρόσωπό σου και μη με ξεχωρίσεις από τα παιδιά σου, αλλά αξίωσέ με τον αμαρτωλό και ανάξιο δούλο σου να σου προσφέρω αυτά τα δώρα.
Τα τελευταία λόγια, με τα οποία κλείνει η ευχή, είναι η εκφώνηση, που κι αύτη λέγεται μυστικά· «Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνευματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Στη διάρκεια του Χερουβικού ο ιερέας διαβάζει τη σχετική ευχή και την ώρα που θυμιάζει ψάλλει τον 50ό ψαλμό (της Μετανοίας). Αν είναι Κυριακή, ο ιερέας λέγει, μυστικά πάντα, και τον αναστάσιμο ύμνο “Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…”.