- Οι τρεις ιεράρχες είναι οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος. Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή,η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους.
Ως σχολική γιορτή καθιερώθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Γιορτάστηκε ως σχολική γιορτή για πρώτη φορά από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1842. Θεσμοθετήθηκε όμως επίσημα το 1911. - Ο Βασίλειος Καισαρείας (330 – 1 Ιανουαρίου 379), γνωστός και ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης , ήταν Έλληνας επίσκοπος της Καισαρείας στην Καππαδοκία, Μικρά Ασία (στη σημερινή Τουρκία). Ήταν Πατέρας της Εκκλησίας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας.
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του, Άγιος Βασίλειος, ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και η μητέρα του Αγία Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας).
Σπούδασε αρχικά κοντά στον πατέρα του, μετά στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και μετά στην Αθήνα (352).
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία, αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος. Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής.
Το 364 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ευσέβιο. Μετά τον θάνατο του Ευσέβιου εκλέγεται επίσκοπος Καισαρείας. Ο Μέγας Βασίλειος σε συνεργασία με τον Άγιο Αθανάσιο αντιμετώπισαν την αίρεση του Αρειανισμού που ήθελε να επιβάλλει ο αυτοκράτορας Ουάλης. Μετά την απόσυρση του Μεγάλου Αθανασίου, ο Μέγας Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία της οικουμενικής Εκκλησίας. Στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας κάνει αισθητή την παρουσία του υπερασπιζόμενος το δόγμα της Εκκλησίας.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. - Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, είναι Άγιος, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και τελικά πέθανε εκδιωγμένος από την αυτοκρατορική αυλή το 407, λόγω του αυστηρού ελέγχου που της ασκούσε.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Καππαδοκίας μεταξύ 344 και 354. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από τη μητέρα του, η οποία χήρεψε στα είκοσί της χρόνια. Στη συνέχεια σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και το Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, εξασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε την δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας το μοναχισμό.
Το 371 έγινε αναγνώστης (δηλαδή είχε διδακτικό και κατηχητικό έργο για την εκκλησία). Στη συνέχεια έγινε μοναχός για έξι χρόνια σε ένα σπήλαιο, για να επιστρέψει αργότερα στην Αντιόχεια το 381. Τότε χειροτονήθηκε διάκονος και έγινε πρεσβύτερος το 386. Η φήμη του ως ρήτορα τον οδήγησε στη θέση του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινούπολης.
Είχε έντονη συγγραφική δράση για να καταπολεμήσει την αίρεση του Αρειανισμού, τους Ιουδαίους, αλλά δεν παρέλειπε να στηλιτεύσει και τους πλουσίους που έκαναν άσωτη ζωή. Ίδρυσε πολλά ιδρύματα, όπως γηροκομεία, πτωχοκομεία και καθιέρωσε συσσίτιο για 7.000 κατοίκους της Πόλης.
Το έργο του τον έκανε αγαπητό στο λαό, αλλά προκάλεσε αντιδράσεις στους πλουσίους που πολλές φορές κατηγορούσε για τον τρόπο της ζωής τους, αλλά και από την αυτοκράτειρα Ευδοξία, την οποία δε δίστασε να κατηγορήσει για την κλοπή της περιουσίας μιας χήρας. - Ο Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος όπως είναι γνωστός γεννήθηκε στο χωριό Αριανζός, κοντά στη Ναζιανζό της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Οι γονείς του, Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος και Νόννα, ήσαν πλούσιοι γαιοκτήμονες.
Αρχικά σπούδασε κοντά στο θείο του Αμφιλόχιο. Αργότερα σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στη Ναζιανζό, στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα συνάντησε και έγινε φίλος με το Βασίλειο τον Μέγα και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό, ενώ δάσκαλοί του υπήρξαν οι γνωστοί ρήτορες Ιμέριος και Προαιρέσιος.
Το 361, ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Ναζιανζό και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατέρα του, ο οποίος είχε ήδη γίνει χριστιανός επηρεασμένος από τη σύζυγό του Νόννα και είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Ναζιανζινού. Ο νεαρός Γρηγόριος ήθελε να γίνει μοναχός, έφυγε από το σπίτι του, συνάντησε το Μέγα Βασίλειο και μαζί άρχισαν να ζουν σαν ασκητές. Ο Βασίλειος όμως τον προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να βοηθήσει τον πατέρα του, κάτι που ο Γρηγόριος έκανε τον επόμενο χρόνο. Βρήκε τους τοπικούς χριστιανούς χωρισμένους λόγω αιρέσεων. Κατάφερε χάρη στις ρητορικές τους ικανότητες να τους ενώσει. Όταν ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας δήλωσε πως ήταν κατά του χριστιανισμού. Ο Γρηγόριος έγραψε τις «Ύβρεις κατά του Ιουλιανού», όπου δηλώνει πως ο χριστιανισμός θα νικήσει ηγέτες σαν τον Ιουλιανό. Ο Ιουλιανός τον εξόρισε, μαζί με άλλους χριστιανούς. Γύρισε πίσω μετά το θάνατο του Ιουλιανού ένα χρόνο αργότερα.
Πέρασε τα επόμενα χρόνια καταπολεμώντας τον Αρειανισμό, ο οποίος απειλούσε να διαιρέσει την Καππαδοκία σε συνεργασία με τον Μέγα Βασίλειο. Το 372 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σασίμας. Παραιτήθηκε από τη θέση του και γύρισε και πάλι στη Ναζιανζινό, όπου εργάστηκε κοντά στον πατέρα του. Μετά το θάνατο του πατέρα του μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και ο ίδιος πήγε να μείνει στο μοναστήρι της Σελεύκειας.
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλη, ανέλαβε ο Θεοδόσιος ο Α’, ο οποίος θέλησε να καθαρίσει την Πόλη από τους οπαδούς του Αρειανισμού. Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος πέθαινε, πρότεινε στον Γρηγόριο να πάει στην Πόλη και να υπερασπιστεί την Τριαδική Παράδοση της Εκκλησίας. Στη σύνοδο της Νίκαιας το 379, ο Γρηγόριος έβγαλε πολλούς λόγους και έπεισε πολλούς πιστούς για την ορθότητα των απόψεων που στήριζε. Τοποθετήθηκε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινούπουλης από τον Θεοδόσιο.
Ο Γρηγόριος πήρε μέρος και στη δεύτερη οικουμενική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381, όπου πήρε τον τίτλο του ηγέτη της συνόδου. Για να μην διχάσει τους χριστιανούς παραιτήθηκε και επέστρεψε στη Ναζιανζινό όπου έγινε επίσκοπος. Πέθανε στις 25 Ιανουαρίου 390.
Θεωρείται ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας. Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. - Πηγή: http://esxoleio.weebly.com