Με σαφήνεια και πλήθος ιστορικών στοιχείων ο Σεβασμιώτατος ανεφέρθη στο σωτήριο ρόλο της Εκκλησίας καθ’ όλην την διάρκεια της δουλείας και εστίασε στον αγώνα του 1821 και μετά ταύτα.
Μίλησε για την προσφορά του Ιερού Κλήρου, από τους μοναχούς μέχρι τους Αρχιερείς και τους Πατριάρχες οι οποίοι ήταν μπροστάρηδες στις προσευχές, στον επιστηριγμό του πονεμένου Λαού, στην συγκρότηση αγωνιστικών σωμάτων, στον συντονισμό του αγώνος, στην ευλογία των Λαβάρων και των όπλων για τον τίμιο αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος, στα μαρτύρια και στις θυσίες, ακόμα και μέσα στα πεδία των μαχών.
Το διαδικτυακό «Αρχονταρίκι» είχε διάρκεια δυόμιση ωρών και κράτησε ζωντανό μέχρι το τέλος το ενδιαφέρον, των εκατοντάδων που είχαν δηλώσει συμμετοχή και των χιλιάδων που παρακολουθούσαν από τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον Τηλεοπτικό Σταθμό της Ι.Μ. Πατρών «ΛΥΧΝΟΣ».
Μετά την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου ακολούθησε συζήτηση και οι συμμετέχοντες απηύθυναν ερωτήσεις με αποτέλεσμα να υπάρξη έντονο ενδιαφέρον για το θέμα.
Απεδείχθη περίτρανα ότι ο λαός μας διψάει για την ιστορική αλήθεια, την οποία δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες στερήθηκε εξ αιτίας των επικρατουσών ιδεοληπτικών καταστάσεων στην πατρίδα μας. Είναι καιρός λοιπόν τα παιδιά μας να μάθουν την αλήθεια, εκ πηγών αψευδών και να συνειδητοποιήσουν με ποία τιμή αίματος είναι εξαγορασμένη η ελευθερία της πατρίδος μας.
Ο Σεβασμιώτατος κλείνοντας την ωραία και συγκινητική αναφορά στον ρόλο της Εκκλησίας κατά τον αγώνα του 1821 είπε τα εξής:
Καλούμεθα τώρα παρά ποτέ, πρώτοι εμείς οι Κληρικοί να σηκώσωμε στους ώμους μας μια τόσο βαριά, όχι μόνο κληρονομιά, αλλά και ευθύνη, καλώντας όλες τις πνευματικές δυνάμεις της χώρας μας (όσες απέμειναν να φρυκτωρούν στις επάλξεις), να συμπαραταχθούν στον αγώνα για την συνέχεια αυτού του τόπου και των παιδιών του.
Τα όπλα τα έχομε και τα εφόδια υπάρχουν.
Έχομε την πίστη στον Θεό και την βοήθειά Του. Τις πρεσβείες της Υπερμάχου Στρατηγού και των Αγίων.
Έχομε τις ευχές και τις προσευχές των μαρτύρων πατέρων μας.
Έχομε τα παραδείγματα και τα πρότυπα που μας οδηγούν στον ίσιο και αλάνθαστο δρόμο, ώστε να φθάσωμε με ασφάλεια στον προορισμό μας.
Έχομε την δύναμη της ψυχής που είναι ατόφια όπως τότε, αρκεί να βρούμε τον τρόπο, ώστε η σπίθα που είναι καλυμμένη από την στάχτη να γίνη φλόγα και φωτιά, για να κατακαύση τα φρύγανα και ζιζάνια των υβριστών των ιερών και των οσίων του Γένους μας.
Ο εορτασμός των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 πρέπει να είναι βαθύς, ουσιαστικός, ομολογιακός και πνευματικά αποδεκτός.
Όποιος άλλος τρόπος εορτασμού θα πάσχη και ολίγα θα ποροσφέρη ή επιβλαβής θα αποβή για την πορεία της Πατρίδος μας. Αγαπάμε όλους τους ανθρώπους, αλλά δεν λησμονούμε τους διωγμούς, τα ικριώματα, τους σταυρούς, τις φυλακές, τους εξισλαμισμούς, τα σκλαβοπάζαρα και το πικρό ψωμί τόσων αιώνων.
Τώρα που οι κίνδυνοι είναι εξ ανατολών και δυσμών και βορρά και θαλάσσης, τα μηνύματα για την προάσπιση των ιερών και των οσίων μας είναι άκρως απαραίτητα.
Θα τελειώσω με τα λόγια του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος στο κείμενό του «Στολή αφθαρσίας» γράφει:
«…Ο Αθανάσιος Διάκος τραγουδούσε περασμένος στη σούβλα και οι γυναίκες του Ζαλόγγου χορεύανε και πέφτανε στον γκρεμό. Και όλοι οι Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, δεσποτάδες και παπάδες, λαϊκοί, ψέλνανε σαν να τραγουδούσανε και τραγουδούσανε και να ψέλνανε, όπως οι τρεις παίδες της καμίνου που δοξολογούσανε τον Θεό χορεύοντας, μέσα στη φωτιά δροσιζόμενοι».
Η Ρωμηοσύνη και η Ορθόδοξη Εκκλησία και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και μετά ταύτα, πορεύτηκαν μαζί, τον δρόμο του μαρτυρίου και τον δρόμο της σταυρικής τους πορείας και επιβίωσαν χάρις στην πίστη τους στην τριαδική θεότητα. Χάρις στην παράδοση της Ορθοδοξίας, που σαν το ξάστερο και γάργαρο νερό, βγαλμένο από την ακένωτη πηγή, τα σπλάγχνα δηλ. της Ελληνικής ιστορίας ευεργέτησε αυτό τον τόπο με άπειρες και δυναμικές διαστάσεις της.
Σήμερα παρά ποτέ αποκτά επικαιρότητα και αξία, η τιμή στους μάρτυρες και αγωνιστές, στους ήρωες Κληρικούς και Λαϊκούς, που όχι μόνο κατά την διάρκεια του αγώνος του 1821 και μετέπειτα, αλλά και στους αιώνες που προηγήθηκαν γιατί η ιστορία και οι θυσίες είναι μια συνέχεια, μια αλυσίδα της οποίας οι ματωμένοι κρίκοι θα φθάσουν για το Γένος μας, μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Αυτός ο αγώνας δε σταμάτησε, ούτε θα σταματήση, ειδ΄ άλλως τα κάστρα θα πέσουν και πάλι στα χέρια των ανόμων.
Ο πόλεμος, δεν σταμάτησε ποτέ, απλώς γίνεται με διαφορετικούς τρόπους. Ηθέλησαν πάντοτε οι επίβουλοι της δόξας της Ελλάδος, να κόψουν τις πνευματικές ρίζες του Λαού, να μακρύνουν τους Έλληνες από την αγιασμένη παράδοσή τους, να απομειώσουν την γλώσσα τους, να αλλοιώσουν τις ιστορικές αλήθειες, να μιλήσουν στα παιδιά μας μέσα από τα ελεγχόμενα Μ.Μ.Ε. για τη νέα τάξη πραγμάτων. Να τα μπολιάσουν μέσα και από τα διδακτικά βιβλία σ’ ένα κλίμα θρησκευτικού συγκρητισμού και παγκοσμιοποίησης. Η αγάπη στην Πατρίδα παρεξηγήθη και βαπτίσθηκε εθνικισμός. Προσπάθησαν να αμβλύνουν και να λειάνουν τα πράγματα κατά τις επιταγές των κατά καιρούς, εχθρών της Πίστεως και της Πατρίδος μας.
Όμως οι αντιστάσεις είναι ισχυρές. Γιατί η φύτρα των Ελλήνων είναι ξεχωριστή. Η ψυχή αυτού του Λαού κατά ένα θαυμαστό τρόπο είναι ζυμωμένη με την μαγιά της ελευθερίας και τον πόθο της αθανασίας.
Απ’ όλη την αιματοβαμένη Ελλάδα, ακουγότανε «ήχος καθαρός εορταζόντων» και οι Έλληνες, τρέχαν στον θάνατο, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον».
Πάνω απ’ όλα ήτανε η θρησκεία, η πίστις των Πατέρων μας. Οι λειτουργοί ήτανε οι πνευματικοί τους, οι δάσκαλοί τους, οι προστάτες τους, οι παρηγορητές τους, οι δικαστές τους, οι εξομολόγοι τους».
Και καταλήγει:
«…Λοιπόν δεν ήτανε αγιασμένη η Επανάστασή μας, δεν ήτανε η Ορθοδοξία ματωμένη για να φυλάξη την πίστη μας; Η Ορθοδοξία έγινε ένας λόγος άδειος στα στόματα των σημερινών φραγκοδασκαλεμένων δασκάλων. Μα η αληθινή Ορθοδοξία που είναι ο πλούτος και ρίζα αθανασίας, είναι φυτρωμένη βαθειά στην καρδιά του ορθοδοξώτατου λαού μας, που όσο δεν ήθελε να τουρκέψη, άλλο τόσο δεν θέλει να φραγκέψη…».
Και θα κλείσωμε με τα λόγια του Σεφέρη:
«Ως Λαός πρέπει να στραφούμε πίσω στις παραδόσεις μας, αν θέλωμε να πάμε μπροστά». (Σεφέρης).
Και με εκείνα του σοφού και νομομαθούς Νικ. Σαρίπολου, (στην Β’ Εθνοσυνέλευση το 1864) «Εσώθημεν δια της Εκκλησίας».