Μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπλήρωσης 178 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη καί στό πλαίσιο τῶν ἑορτασμῶν, γιά τά 200 χρόνια ἀπό τήν Ἐπαναστάση τοῦ 1821, στήν Ἱερά Μητρόπολη Πατρῶν, ἐτελέσθη ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου, ἡ Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν καί ἱερό μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη.
Στήν ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος μεταξύ τῶν ἂλλων, ἀνέφερε τά ἑξῆς:
«Στίς 4 Φεβρουαρίου 1843 ἂφησε τόν μάταιο αὐτό κόσμο, ὁ θρυλικός Γέρος τοῦ Μωρηᾶ. ὁ πρωτεργάτης τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ἡ Ἑλλάς ἃπασα ὑποκλίθηκε στή σεπτή σορό του καί κατασπάστηκε τό ἡρωϊκό καί δαφνοστεφανωμένο μέτωπό του, ἀφήνοντας τήν αἰώνια εὐγνωμοσύνη της νά τόν συνοδεύσῃ στό μακάριο καί αἰώνιο ταξίδι του.
Στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τῆς ὁδοῦ Αἰόλου τῶν Ἀθηνῶν, ὃπου ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, ἀλλά καί στά πέριξ τοῦ Ναοῦ οἱ Ἓλληνες μέ δάκρυα στά μάτια, μέ σφιγμένη τήν καρδιά ἀπό τήν συγκίνηση, μέ νωπές τίς μνῆμες ἀπό τούς θριάμβους τοῦ Γένους μέ μπροστάρη τόν γυιό τοῦ Κωνσταντῆ καί τῆς Ζαμπίας, τόν Θοδωράκη, ὁμολογοῦσαν τό χρέος καί ὑπέγραφαν τό ἱερό σύμβολο τῆς μνήμης γιά τόν ἀοίδιμο Κολοκοτρώνη καί τούς συναγωνιστάς του, μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα, ὣστε αὐτό τό συμβόλαιο νά ἀποτελέσῃ τήν ἱερά διαθήκη, τήν ἱερά δηλαδή συμφωνία μεταξύ τοῦ Γέρου καί τῶν ἐπιγονομένων Ἑλλήνων, γιά τήν διατήρηση τῆς τιμῆς, τῆς δόξας, τοῦ μεγαλείου, τῆς παράδοσης καί τῆς λευτεριᾶς αὐτοῦ τοῦ τόπου , ἓως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Ἀπόγονος γενηᾶς ἐνδόξων ἀγωνιστῶν γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα, γεννήθηκε σέ χρόνια δύσκολα (1770) κυνηγημένος ἀπό τά Ἀρκαδικά λημέρια, ἀπό τό Λιμποβίσι, τόπο τῆς γενηᾶς του, κάτω ἀπό ἓνα δένδρο στό Ραμοβούνι τῆς Μεσσηνίας.
Στό λόγο κάποιου πού ἐκείνη τήν ὣρα βρέθηκε κοντά στή μάνα του: « Ἓνας σκλάβος γεννήθηκε ἀκόμα», ἐκείνη εἶπε μέ ὑψωμένη τή φωνή «Ὂχι δέν γεννήθηκε ἓνας σκλάβος, γεννήθηκε ἓνας Ἓλληνας γιά νά ἀγωνιστῇ νά ἐλευθερώσῃ τήν Ἑλλάδα». Πόσο δίκηο εἶχε ἡ Ζαμπία (Ἐλισάβετ) ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἡ γυναῖκα τοῦ Κωνσταντῆ Κολοκοτρώνη καί θυγατέρα τοῦ ἀγωνιστῆ Κωτσάκη ἀπό τήν Ἁλωνίσταινα τῆς Ἀρκαδίας.
Αὐτή ἡ μάνα μεγάλωσε αὐτό τό παιδί καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του, χήρα καί καταφρονεμένη καί τά παρέδωσε στήν ἀτελεύτητη δόξα, στήν αἰώνια καταξίωση καί στό οὐράνιο μεγαλεῖο τῆς φυλῆς. Αὐτή ἡ μάνα ἒγραψε στήν καρδιά τους μέ χρυσά γράμματα, παρότι ἀγράμματη, ὂχι μόνο τήν λέξη, ἀλλά τό βάθος καί τήν οὐσία τῆς ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ.
Τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς μεγάλης προσωπικότητος τοῦ Γέρου τοῦ Μωρηᾶ, τά ὁποῖα περιγράφουν τό ψυχικό του μεγαλεῖο καί τόν καταξιώνουν ὡς ἡγέτη ἀνεπανάληπτο, ὁδηγό ἀπλανῆ τῶν ὁδηγούντων τόν Λαόν καί τούς Λαούς ὃλου τοῦ κόσμου καί τά ὁποῖα συνθέτουν τόν φωτοβόλον καί ἀειλαμπῆ τῆς κεφαλῆς του στέφανον εἶναι τά ἑξῆς:
1) Ἡ βαθειά του πίστη στό Θεό, ἡ ὁποία ἐξεφράζετο, εὐκαίρως ἀκαίρως ὡς προσευχή κυρίως μυστική, ὡς ἐπικοινωνία ἐσωτερική, βαθειά καρδιακή μέ τόν Θεό, τήν Παναγία Θεοτόκο καί τούς Ἁγίους. Ἀλλά καί ὡς κοινή δέηση καί ἱκεσία μέ τούς συμπολεμιστάς του γιά τήν νίκη καί τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος. Αὐτή ἡ πίστη ἐξεφράζετο καί ὡς εὐλάβεια μέσα ἀπό τήν Μυστηριακή ζωή τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στήν Ἐκκλησιά στό Χρυσοβίτσι, γονατιστός μέ δάκρυα καυτά παρακαλεῖ τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου. «Παναγιά μου βοήθα καί τούτη τήν ὣρα τήν Ἑλλάδα. Βοήθα τό Γένος νά ψυχωθῇ καί νά νικήσῃ…»
Στό Βαλτέτσι, μετά τήν νικηφόρα ἒκβαση τῆς μάχης φωνάζει τά παλλικάρια καί τούς λέγει: «Τοῦτες τίς ἡμέρες 12 καί 13 τοῦ Μάη πρέπει νά τίς νηστεύουμε, γιατί εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος…»
Στό Μοναστήρι τῆς Ἐπάνω Χρέπας, θά’ ξομολογηθῇ μαζί μέ τούς συμπολεμιστές του, θά κοινωνήσουν ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου 1821) καί θά κατέβουν γιά νά ἐλευθερώσουν τήν Τριπολιτσά.
2) Ἡ μέχρι θυσίας ἀγάπη του γιά τήν Πατρίδα.
Τό «Ἐλευθερία ἢ θάνατος» ἐπιβεβαιώνει τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. «Ὁλημερίς, στόν πόλεμο τό βράδυ καραούλι.
Ζεστό ψωμί δέν ἒφαγα, γλυκό κρασί δέν ἢπια…,
τό χέρι του προσκέφαλο
καί τό σπαθί μου στρῶμα…».
Ὡς ὀρμή καί φωνή ὑδάτων πολλῶν ἐξεχύθη ἡ ἀγάπη τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τήν Πατρίδα καί ὡδήγησε πλεῖστες ὃσες φορές τόν ἀγῶνα στή νίκη μέσα ἀπό μάχες ἂνισες ἀριθμητικά, ἀλλά καί βάσει ὁπλισμοῦ.
«Θά σοῦ γυρίσω τό χαστούκι πίσω…», ὁρκίστηκε ὁ Κολοκοτρώνης ὂντας 13 ἐτῶν παιδί, ὃταν ἓνας τοῦρκος τόν χαστούκισε στήν Τριπολιτσά. Καί τό χαστούκι τό γύρισε, ὂχι μόνο σέ ἓνα τοῦρκο, ἀλλά σέ μιά αὐτοκρατορία ὁλόκληρη».
Ὁ Λαός μας σέ ὧρες δύσκολες συσπειρώνεται καί νικᾶ τούς ἐχθρούς τῆς Πατρίδος καί μεγαλουργεῖ ἑνωμένος. Αὐτό τόνισε στούς μαθητάς κατά τήν ὁμιλία του στήν Πνύκα, στήν Ἀθήνα στίς 7 Ὀκτωβρίου 1838, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
«Ὃλοι ἑνωμένοι πολεμήσαμε. Δέν ἐσυλλογιστήκαμε οὒτε πόσοι εἲμεθα, οὒτε πώς δέν ἒχομε ἃρματα, οὒτε ὃτι οἱ τοῦρκοι βαστοῦσαν τά κάστρα καί τίς πόλεις…
…ἀλλά ὡς μία βροχή ἒπεσε εἰς ὃλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας καί ὃλοι καί ὁ κλῆρος μας καί οἱ προεστοί καί οἱ καπεταναῖοι καί οἱ πεπαιδευμένοι καί οἱ ἒμποροι, μικροί καί μεγάλοι, ὃλοι συμφωνήσαμε εἰς αὐτόν τόν σκοπό καί ἐκάμαμε τήν Ἐπανάσταση».
Ὃμως μετά ἀπό τίς νίκες, ἐπικρατεῖ δυστυχῶς ἡ διχόνοια. Ὁ Κολοκοτρώνης ἐθρήνησε τό γυιό του τόν Πάνο, ὁ ὁποῖος ἒπεσε ἀπό χέρι Ἑλληνικό, ἐνῶ νωρίτερα εἶχε κλαύσει γιά τόν ἀδελφό του Γιάννη, ὁ ὁποῖος πέθανε κατά τόν ἲδιο τρόπο. Μιμούμενος τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους, ἐσυγχώρησε καί τόν φονιά τοῦ ἀδελφοῦ του καί ἐκεῖνον τοῦ γυιοῦ του, ξεπερνώντας τό ἀνθρώπινο πόνο καί τήν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του,
Καί ὃταν ἀργότερα θά ἐξέλθη ἐκ τῆς φυλακῆς καί τήν πρώτη φορά (στήν Ὓδρα) καί τήν δεύτερη (στό Παλαμήδι) θά συγχωρήσῃ ὃλους ὃσοι τοῦ συμπεριεφέρθησαν μέ ἀχαριστία καί ἀγνωμοσύνη καί τόν καταδίκασαν ἀκόμα καί εἰς θάνατον. «Ἓλληνες! Πρίν βγῶ στ’ Ἀνάπλι ἒριξα στή θάλασσα τά πικρά καί περασμένα…».
Αὐτά εἶπε πάνω ἀπό ἓνα λιθάρι στό Ἀνάπλι βγαίνοντας ἀπό τήν φυλακή στήν Ὓδρα. Παράλληλα ἀπευθυνόμενος στόν ἐχθρό τῆς Ἑλλάδος ἒλεγε: « Ὂχι τά κλαριά, νά μᾶς κόψῃς, ὂχι τά δένδρα, ὂχι τά σπίτια πού μᾶς ἒκαψες, μήτε πέτρα πάνω στήν πέτρα νά μή μείνῃ, ἐμεῖς δέν προσκυνᾶμε. Μόνο ἓνας Ἓλληνας νά μείνῃ, πάντα θά πολεμᾶμε. Καί μην ἐλπίζῃς πώς τήν γῆ μας θά τήν κάνῃς δική σου…Βγᾶλτο ἀπό τόν νοῦ σου…»
4) Μηδενική ἀνοχή στούς προσκυνημένους. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Κολοκοτρώνη. «Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους». Δέν ἀνέχτηκε ποτέ τό σκύψιμο τῆς κεφαλῆς στόν δυνάστη, τήν προδοσία, τήν ὑποταγή γιά νά σώσουν κάποιοι τή ζωή τους, « τό τομάρι τους», ὃπως χαρακτηριστικά ἒλεγε. Αὐτά σέ ὃλες τίς ἐποχές καί σέ κάθε περίπτωση, εἶναι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς Πατρίδος μας.
Τά παραπάνω στοιχεῖα, ἀλλά καί ὃλα τά ἂλλα χαρίσματα πού περικοσμοῦσαν τήν μεγάλη προσωπικότητα τοῦ ἀοιδίμου πρωτεργάτου τῆς Ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος, πρέπει νά συνθέτουν τόν χαρακτῆρα καί τό ἦθος ὃλων ὃσοι διαχρονικά κρατοῦν τίς τύχες αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ στά χέρια τους.
Δέν εἶναι δυνατόν νά διατηρηθῇ ἀνόθευτη ἡ παρακαταθήκη τήν ὁποία παρελάβαμε ἀπό τούς ἣρωες καί μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς Πατρίδος μας, ἂν δέν ἐμφοροῦνται οἱ Ἂρχοντες καί ὁ Λαός ἀπό βαθειά πίστη στόν ἀληθινό Θεό, ἀπό ἀνυπόκριτη καί μέχρι θυσίας ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα, ἀπό μηδενική ἀνοχή στήν ὃποια μορφή προδοσίας τῆς Πατρίδος καί καταφρονήσεως τῶν ὃποιων δικαίων της καί συμφερόντων της, ἀλλά καί ἀπό αἲσθηση ἑνότητος καί συνοχῆς γιά τήν πρόοδο τῶν ἐθνικῶν μας θεμάτων καί ἂλλων ἐσωτερικῶν ζητημάτων.
Τέλος, ἡ μεγαλοψυχία εἶναι ἲδιο τῶν μεγάλων, ὃπως συνέβη μέ τόν τρισμακάριο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Διακόσια χρόνια μετά τό 1821, βροντερή ἀκούεται ἡ φωνή τοῦ Γέρου τοῦ Μωρηά.
«Γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα…Ἐλευθερία ἢ θάνατος…Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους»