Ὁ βίος του
Παιδικὰ χρόνια
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας Εὐβοίας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ Ἀλιβέρι. Οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν πτωχοί, ἀλλ’ εὐσεβεῖς γεωργοί. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἑλένη, τὸ γένος Ἀντωνίου Λάμπρου. Ὁ πατέρας τοῦ εἶχε κλήση μοναχική, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἔγινε μοναχός. Ὑπῆρξε, ὅμως, ψάλτης στὸ χωριό του καὶ δίδαξε στὸ Γέροντα τὴν παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε ἀπὸ τὴν ἁγία πίστη μας.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος κατὰ τὴ βάπτισή του πῆρε τὸ ὄνομα Εὐάγγελος, ἦταν δὲ τὸ τέταρτο ἀπὸ τὰ πέντε παιδιὰ τῶν γονέων του. Ἡ φτώχεια ἀνάγκασε τὸν πατέρα τοῦ Γέροντα νὰ ξενιτευτεῖ καὶ νὰ πάει νὰ δουλέψει στὴν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Παναμά.
Φοίτησε στὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ τοῦ μόνο γιὰ δύο χρόνια. Ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν ἐργαζόταν. Ἐπίασε δουλειὰ στὸ ἀνθρακωρυχεῖο τῆς περιοχῆς του καὶ στὴ συνέχεια σὲ παντοπωλεῖο στὴ Χαλκίδα καὶ στὸν Πειραιά.
Ὁ Γέροντας ὡς παιδὶ εἶχε ἔντονα πρόωρη ἀνάπτυξη. Ὅπως διηγήθηκε ὁ ἴδιος, ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν ξυριζόταν. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἦταν σοβαρός, ἐργατικότατος, ἐπιμελὴς καὶ ἔδειχνε πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ χρόνια του.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος
Ἡ μοναχικὴ κλῆσις
Διαβάζοντας τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτη συλλαβιστά, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα, ἀλλὰ καὶ ὅταν δούλευε στὸ παντοπωλεῖο, αἰσθάνθηκε τὸν πόθο νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἀρκετὲς φορὲς ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ γιὰ διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Τελικά, μεταξὺ δώδεκα καὶ δεκατεσσάρων ἐτῶν, ξεκίνησε μὲ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ φθάσει. Καὶ ὁ Κύριος εὐλόγησε τὴν ἀπόφασή του καὶ ἔφθασε.
Ὁ προνοητῆς τῶν πάντων καὶ κυβερνήτης τῆς ζωῆς μᾶς Κύριος ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ συναντήσει μέσα στὸ καράβι, ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ μέλλοντα Γέροντά του, τὸν ἱερομόναχο καὶ πνευματικὸ Παντελεήμονα. Αὐτὸς τὸν ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ μέσα ἀπὸ τὸ καράβι, τὸν παρουσίασε ὡς ἀνεψιό του καὶ τὸν ἔμπασε στὸ Ἅγιον Ὅρος, παρόλον ποὺ δὲν ἐπιτρεπόταν τότε ἡ εἴσοδος στὰ παιδιὰ.
Ἡ μοναχικὴ ζωὴ
Ὁ Γέροντάς του, ὁ πάπα-Παντελεήμονας, τὸν ὁδήγησε στὰ Καυσοκαλύβια, στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴν ὁποία ἀσκήτευε μαζὶ μὲ τὸν ὁμομήτριο ἀδελφό του πάπα-Ἰωαννίκιο.
Ἔτσι ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀπέκτησε ταυτόχρονα δύο Γεροντάδες καὶ ἔκανε καὶ στοὺς δύο ἄκρα, ἀδιάκριτη καὶ χαρούμενη ὑπακοή. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἑκούσια ἄσκηση καὶ τὸ παράπονό του ἦταν ὅτι οἱ Γέροντές του δὲν τοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀκόμη μεγαλύτερη. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη ἐπακριβῶς τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματά του, γιατί δὲν μιλοῦσε γι’ αὐτά. Ἀπὸ τὰ λίγα, ποὺ ἀνέφερε σπανίως σὲ ἐλάχιστα πνευματικά του παιδιά, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἄσκησή του ἦταν συνεχής, ἐντατική, χαρούμενη καὶ σκληρή. Ξυπόλυτος στὰ χιόνια καὶ στὰ κακοτράχαλα μονοπάτια. Μὲ λίγο ὕπνο στὸ πάτωμα, μὲ μία κουβέρτα καὶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ παράθυρο, ἀκόμη κι ὅταν χιόνιζε. Μὲ πολλὲς μετάνοιες, μὲ γυμνὸ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ ἡ νύστα. Μὲ ἐργασία τὴν ξυλογλυπτικὴ καὶ στὸ ὕπαιθρο, γιὰ ξύλα, γιὰ σαλιγκάρια, γιὰ κουβάλημα χώματος στὴν πλάτη ἀπὸ μεγάλες ἀποστάσεις, προκειμένου νὰ δημιουργηθεῖ μικρὸς κῆπος στὰ βραχώδη μέρη τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Καὶ ταυτόχρονα ἐντονώτατη συγκέντρωση τῆς προσοχῆς στὰ ἀναγνώσματα καὶ τὰ τροπάρια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ ἀποστήθισή τους. Ἐπὶ πλέον ἀποστήθιση τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐργοχείρου καὶ συνεχὴς ἐπανάληψή τους, ὥστε στὸ μυαλὸ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μπεῖ ἀργὸς λόγος ἢ μὴ καλὸς λογισμός. Ἦταν, κατὰ τὸ χαρακτηρισμό, ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στὴ ζωὴ τοῦ ἐκεῖνα τὰ χρόνια “ἀεικίνητος”.
Ἀλλὰ τὸ βασικό, τὸ κύριο γνώρισμα τῆς ἄσκησής του, δὲν ἦταν τὰ σωματικὰ παλαίσματα. Ἦταν ἡ πλήρης ὑποταγὴ στὸ Γέροντά του, ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτησή του ἀπὸ αὐτόν, ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τοῦ θελήματός του μέσα στὸ θέλημα ἐκείνου, ἡ γεμάτη ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη καὶ θαυμασμὸ ἀφοσίωσή του στὸ Γέροντά του, ἡ ταύτισή του μὲ ἐκεῖνον, ἡ ὁποία τὸν ἔκανε δεκτικό της διοχέτευσης τῶν βιωμάτων του στὴ δική του ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό, αὐτὸ εἶναι τὸ κλειδί, τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριο.
Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι σύντομα μετὰ τὴν ἐγκαταβίωσή του στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Νικήτας.
Ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας Χάριτος
Σ’ αὐτὸν τὸ γεμάτο φλόγα νέο μοναχό, ποὺ τάδωσε ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ δὲν ὑπολόγισε ποτὲ κόπους καὶ ἀγῶνες, δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ἀναπαύθηκε αἰσθητὰ ἡ θεία Χάρις. Ἦταν ξημερώματα, ὁ κεντρικὸς ναὸς τῶν Καυσοκαλυβίων, τὸ Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχὸς Νικήτας, ὅμως, περίμενε σὲ μία γωνιὰ τοῦ προνάρθηκα νὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ν’ ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία.
Δεύτερος μπῆκε στὸν προνάρθηκα ὁ γερὸ-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός, ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφὸς ἅγιος καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δὲν ἦταν ἄλλος ἐκεῖ (δὲν εἶδε τὸ μοναχὸ Νικήτα ποὺ ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νὰ κάνει στρωτὲς μετάνοιες καὶ νὰ προσεύχεται μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ. Ἡ θεία Χάρις ξεχείλισε ἀπὸ τὸν ὅσιο γερὸ-Δημὰ καὶ ἔλουσε καὶ κατεκάλυψε τὸν ἕτοιμο νὰ τὴ δεχθεῖ νεαρὸ Νικήτα. Τὰ αἰσθήματά του δὲν περιγράφονται. Γεγονὸς εἶναι ὅτι μετὰ τὴ θεία Λειτουργία καὶ τὴ θεία Κοινωνία τοῦ ὁ νεαρὸς μοναχὸς Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα, ὥστε, πηγαίνοντας γιὰ τὸ καλύβι του, σταμάτησε, ἄνοιξε τὰ χέρια τοῦ τεντωμένα καὶ φώναζε δυνατὰ “Δόξα Σοί, ὁ Θεός. Δόξα Σοί, ὁ Θεός. Δόξα Σοί, ὁ Θεός”.
Τὴν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μία ριζικὴ ἀλλαγὴ τῶν ψυχοσωματικῶν ἰδιοτήτων τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ ἀλλοίωσις, ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου. Ἐνεδύθη δύναμιν ἐξ ὕψους καὶ ἀπέκτησε χαρίσματα ὑπερφυσικά.
Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι “διεῖδε” ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση τοὺς Γέροντές του, ποὺ ἐπέστρεφαν ἀπὸ μακριά. Τοὺς “διεῖδε” ἐκεῖ ποὺ ἤσαν, ἐνῶ ἀνθρωπίνως δὲν ἤσαν ὁρατοί. Αὐτὸ τὸ ἐξομολογήθηκε στὸν πάπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε προσοχὴ καὶ σιωπή. Συμβουλές, πρὸς τὶς ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα. Τὰ αἰσθητήριά του εὐαισθητοποιήθηκαν σὲ ἀνυπέρβλητο βαθμὸ καὶ οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές του ἀναπτύχθηκαν στὸ ἔπακρο.
Ἄκουε καὶ γνώριζε τὶς φωνὲς τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ζώων, τόσο ὡς πρὸς τὴν προέλευση ὅσο καὶ πρὸς τὸ νόημά τους. Ὀσφραινόταν τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τὰ ἀρώματα καὶ τὴ σύνθεσή τους. Διέκρινε ἀπὸ πάρα πολὺ μακριὰ τὶς εὐωδιὲς τῶν λουλουδιῶν. “Έβλεπε”, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ταπεινὴ προσευχὴ ἐρχόταν στὴν κατάλληλη κατάσταση, στὰ βάθη τῆς γὴς καὶ στὸ χάος τοῦ οὐρανοῦ, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα ἀρχαῖα, κρυμμένους τάφους, ρωγμὲς στὰ ἔγκατα τῆς γής, ὑπόγειες, πηγές, χαμένες εἰκόνες, σκηνὲς ποὺ εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν, προσευχὲς ποὺ εἶχαν ἀναπεμφθεῖ, πνεύματα ἀγαθὰ καὶ πονηρά, τὴν ψυχὴ τὴν ἴδια τὸ κάθε τί. Δοκίμαζε τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς γὴς καὶ μετροῦσε τὰ ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τὰ βράχια καὶ τοῦ διηγόντουσαν τὰ παλαίσματα τῶν πρὸ αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καὶ θεράπευε. Ἔψαυε καὶ ἰάτρευε. Ηὔχετο καὶ ἐγένοντο. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν διανοήθηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ χαρίσματα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ δικό του ὄφελος. Ποτὲ δὲν παρακάλεσε νὰ γίνει καλὰ ἀπὸ δική του ἀρρώστια. Ποτὲ δὲν θέλησε νὰ κερδίσει κάτι ἀπὸ κάποια γνώση ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ θεία Χάρη.
Ἡ διόρασή του, ὅσες φορὲς ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε τὰ ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Μποροῦσε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βλέπει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ταυτόχρονα. Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντογνώστης καὶ παντοδύναμος. Κατόπτευε καὶ ψηλαφοῦσε τὴν κτίση ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σύμπαντος μέχρι τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ Ἱστορίας. Ἴσχυε γι’ αὐτὸν τό: “Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται” (Ἃ΄ Κόρ. ἲβ΄ 15).
Ἡ ζωὴ μέσα στὴ Χάρη ὅμως εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μας. Καὶ κάθε ἐπιπλέον λέξις θὰ εἶναι αὐδάδης ἐνασχόληση μὲ θέματα ποὺ ἀγνοοῦμε. Αὐτὰ ὁ Γέροντας τὰ τόνιζε πάντοτε σὲ ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τὶς ἱκανότητές του σὲ ἄλλα αἴτια ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικὰ καὶ ξανάλεγε: “Δὲν εἶναι ἐπιστήμη, δὲν εἶναι τέχνη, εἶναι ΧΑΡΙΣ”.
Ἡ ἐπάνοδος στὸν κόσμο
Ὁ μοναχὸς Νικήτας ποτὲ δὲν σκέφθηκε νὰ ἀφήσει τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ γυρίσει στὸν κόσμο. Ὁ πύρινος θεῖος ἔρωτάς του πρὸς τὸ Σωτήρα Χριστό μας τὸν ἔσπρωχνε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ὀνειρεύεται νὰ βρεθεῖ στὴν ἀπόλυτη ἔρημο, μόνος μὲ μόνον τὸν ἄκρον τῶν ἐφετῶν, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ.
Ὅμως, μία βαρειὰ πλευρίτιδα, ποὺ ἅρπαξε μαζεύοντας σαλιγκάρια στὰ ἀπόκρημνα βράχια, ἡ ὁποία τὸν βρῆκε καταεξαντλημένο ἀπὸ τὴ συνεχῆ ὑπεράνθρωπη ἄσκηση, ἀνάγκασε τοὺς Γεροντάδες του νὰ τοῦ δώσουν ἐντολὴ νὰ ἐγκατασταθεῖ σ’ ἕνα μοναστήρι στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γίνει καλά. Ὑπάκουσε καὶ γύρισε, ἀλλά, μόλις συνῆλθε, ἐπέστρεψε στὴν καλύβη τῆς μετανοίας του. Ξαναρρώστησε ὅμως, καὶ ἔτσι οἱ Γέροντές του μὲ μεγάλη θλίψη τὸν ξαναστειλαν στὸν κόσμο ὁριστικά.
Ἔτσι τὸν βρίσκουμε νὰ μονάζει στὰ δεκαεννέα του χρόνια στὴ Μονὴ Λευκῶν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, κοντὰ στὴ γενέτειρά του. Συνέχισε κι ἐδῶ τὴν ἁγιορείτικη τακτική του, “τὰ ψαλτήρια τοὺ” καὶ τὰ ὅμοια, μόνο ποὺ ἀναγκαστικὰ περιόρισε τὴ νηστεία τοῦ μέχρις ὅτου ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του.
Χειροτονεῖται ἱερεὺς
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ τὸν βρῆκε, ὅταν ἔμενε γιὰ λίγο ἐκεῖ ὡς φιλοξενούμενος ἐπισκέπτης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος ὁ Γ΄. Ἀπὸ τὴ συζήτηση μαζί του διέγνωσε τὴν ἀρετή του καὶ τὰ θεία χαρίσματά του καὶ τόσο ἐντυπωσιάσθηκε, ὥστε στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 1927, ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ τὴν ἑπομένη, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὸν προεχείρισε πρεσβύτερο, ὡς σιναΐτη καὶ τὸν ὀνόμασε Πορφύριο. Οἱ χειροτονίες ἔγιναν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἐν Κύμη ἐπισκοπείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καρυστίας, συμπροσευχομένου καὶ τοῦ τότε Μητροπολίτου αὐτῆς κυροῦ Παντελεήμονος Φωστίνη. Ἦταν τότε ὁ Γέροντας εἰκοσιενὸς μόνο ἐτῶν.
Πνευματικὸς
Στὴ συνέχεια ὁ τότε ἐπιχώριος Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων τοῦ ἀνέθεσε, μὲ τὴν κεκανονισμένη ἐνταλτήρια ἐπιστολή, ἔργον πνευματικοῦ. “Δεικνύς τὸ ἀνθρώπινον” ὁ Γέροντας καὶ “φιλοπόνως” ἐργαζόμενος τὸ δοθὲν σ’ αὐτὸν νέο τάλαντον μελέτησε τὸ Ἐξομολογητάριον. Ἀλλ’ ὅταν ἐδοκίμασε νὰ ἐφαρμόσει κατὰ γράμμα τὰ ἀναγραφόμενα σ’ αὐτὸ ἐπιτίμια, διαπίστωσε ὅτι χρειαζόταν ἐξατομικευμένη μεταχείριση τῶν πιστῶν καὶ πολὺ προβληματίστηκε. Ἀλλὰ βρῆκε στὸν Ἅγιο Βασίλειο τὴ λύση, ποὺ συμβουλεύει: “Πάντα δὲ ταῦτα γράφομεν, ὥστε τοὺς καρποὺς δοκιμάζεσθαι τῆς μετανοίας. Οὐ γὰρ πάντως τῷ χρόνω κρίνομεν ταῦτα, ἀλλὰ τῷ τρόπω τῆς μετανοίας προσέχομεν” (Ἐπιστ., 217, ἄρ. 84). Καὶ ἀποστήθισε τὴ συμβουλὴ καὶ τὴν ἐφάρμοσε. Μέχρι τὰ βαθειά του γεράματα τὴν ὑπενθύμιζε στοὺς νεώτερους πνευματικούς.
Ἔτσι ὡριμασμένος ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος Πορφύριος ἄσκησε εὐδοκίμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στὴν Εὔβοια μέχρι τὸ 1940. Ἀναδεχόταν καθημερινῶς τὶς ἐξομολογήσεις πλήθους πιστῶν, πολλὲς μάλιστα φορὲς γιὰ πολλὲς ἀδιάκοπες ὧρες. Γιατί ἡ φήμη του ὡς πνευματικοῦ, γνώστου της ψυχῆς καὶ ἀσφαλοῦς ὁδηγοῦ, πολὺ σύντομα διαδόθηκε στὰ περίχωρα καὶ πολὺς κόσμος συνέρεε στὸ ἐξομολογητήριό του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Λευκῶν, κοντὰ στὸ Αὐλωνάρι τῆς Εὐβοίας, ὥστε μερικὲς φορὲς νὰ περνᾶ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα χωρὶς διακοπῆ καὶ χωρὶς ἀνάπαυση, στὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου καὶ Μυστηρίου. Τοὺς προσερχομένους βοηθοῦσε καὶ μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν αὐτογνωσία, τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Μὲ τὸ ἴδιο χάρισμα ἀποκάλυπτε καὶ πολλὲς πλεκτάνες τοῦ πονηροῦ καὶ ἔσωζε ψυχὲς ἀπὸ τὰ δίκτυά του καὶ τὶς μεθοδεῖες του.
Αρχιμανδρίτης
Τὸ 1938 τοῦ ἀπονεμήθηκε, καὶ πάλι ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Καρυστίας, τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη: “πρὸς βράβευσιν τῶν ὑπηρεσιῶν σου, ἂς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας προσήνεγκας μέχρι σήμερον ὡς Πνευματικὸς Πατὴρ καὶ διὰ τὰς χρηστᾶς ἐλπίδας, ἂς τρέφει εἰς σὲ ἡ Ἁγία ἠμῶν Ἐκκλησία”, ὅπως ἐπὶ λέξει γράφει τὸ ὑπ’ ἀριθμ. πρώτ. 92/10-2-1938 ἔγγραφόν του ἐν λόγω Μητροπολίτου, τοῦ ὁποίου, πράγματι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώθηκαν οἱ χρηστὲς ἐλπίδες.
Ἐφημέριος στοὺς Τσακαίους Εὐβοίας καὶ στὴ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας
Γιὰ λίγους μῆνες τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη ἱερέας στὸ χωριὸ Τσακαῖοι τῆς Εὔβοιας, ὅπου ἡ ἀγαθὴ ἀνάμνηση τοῦ περάσματός του διατηρεῖται ἀκόμη σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς παλαιότερους. Γύρω στὸ 1938 τὸν βρίσκουμε ἐγκατεστημένο στὴν ἐγκαταλελειμμένη καὶ ἐρειπωμένη (τότε) ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας Εὐβοίας, ποὺ ὑπάγεται στὴν ἱερὰ Μητρόπολη Χαλκίδας. Εἶχε ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἄγ. Χαραλάμπους, ἐπειδὴ μετετράπη σὲ γυναικεία.
Στὴν ἔρημό της Ὁμονοίας
Ἐνῶ ἡ λαίλαπα τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου προσήγγιζε τὴν Ἑλλάδα, ὁ πανάγαθος Κύριος ἐπιστράτευσε τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Πορφύριο σὲ νέα ὑπηρεσία, πλησιέστερη πρὸς τὸ δοκιμαζόμενο λαό του. Ἀπὸ τὶς 12 Ὀκτωβρίου 1940 τοῦ ἀνατέθηκαν καθήκοντα προσωρινοῦ ἐφημέριου στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, ποὺ βρίσκεται στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Σωκράτους καὶ Πειραιῶς, δίπλα στὴν Ὁμόνοια. Στὴ θέση αὐτὴ ζήτησε ὁ ἴδιος νὰ διορισθεῖ, διότι, ἀπὸ μεγάλη καὶ σφοδρὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο, ἤθελε νὰ βρίσκεται κοντά του στὶς δυσκολοτέρες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ὅταν ὁ πόνος καὶ ἡ νόσος καὶ ὁ ἐπικείμενος θάνατος ἀπεδείκνυαν ἄχρηστες ὅλες τὶς ἄλλες ἐλπίδες, ἐκτός της ἐλπίδας τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸ διορισμὸ στὴ θέση αὐτὴ ὑπῆρχε καὶ ἄλλος ἐνδιαφερόμενος μὲ μεγάλα τυπικὰ προσόντα, ἀλλὰ ὁ Κύριος φώτισε τὸ διευθύνοντα στὴν Πολυκλινικὴ νὰ προτιμήσει τὸν ἀγράμματο κατὰ κόσμον καὶ σοφὸ κατὰ Θεόν, ταπεινό, ἀλλὰ χαριτωμένο Πορφύριο. Γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ αὐτὴ ὁ ἐπιλέξας ἔχαιρε ἀργότερα καὶ διηγεῖτο ἔκθαμβος ὅτι βρῆκε ἀληθινὸ ἱερέα λέγοντας: “Βρῆκα παπὰ τέλειο, ὅπως τὸν θέλει ὁ Χριστός”.
Στὴν Πολυκλινικὴ ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ ἐφημέριου ἐπὶ τριάντα συνεχῆ ἔτη ὡς ἐν ἐνεργεία ἐφημέριος καὶ ἐπὶ τρία ἐν συνέχεια οἰκειοθελῶς καὶ περιορισμένος κάπως, πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναζητούντων αὐτῶν ἐκεῖ πνευματικῶν του τέκνων. Ἀσκήθηκε συνολικὰ 33 ἔτη στὴν ἔρημό της Ὁμονοίας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἀντὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπως ποθοῦσε ἡ ψυχή του. Ἐδῶ, παραλλήλως πρὸς τὸ ἔργο τοῦ ἐφημερίου, τὸ ὁποῖο ἀσκοῦσε μὲ τέλεια εὐλάβεια καὶ ἀφοσίωση, τελώντας μὲ θαυμαστὴ ἱεροπρέπεια τῆς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἐξομολογώντας, νουθετώντας καὶ θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς καὶ πολλάκις καὶ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες τῶν ἀσθενῶν, ἀσκοῦσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ γιὰ ὅλους ὅσους πήγαιναν σ’ αὐτόν.
“Ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὔσιν μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὖται” (Πράξ., κ΄, 34)
Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐλλείψει τυπικῶν προσόντων, ἐλάμβανε ὡς ἐφημέριος της Πολυκλινικῆς γλισχρότατες ἀποδοχές, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴ συντήρηση τόσο τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅσον καὶ τῶν γονέων του καὶ μερικῶν ἄλλων στενῶν οἰκείων του, τῶν ὁποίων τὴν προστασία εἶχε ἀναλάβει. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐργασθεῖ βιοποριστικὰ καὶ ὀργάνωσε μαζί τους διαδοχικὰ ὀρνιθοτροφεῖο καὶ πλεκτήριο. Ἐπιπλέον, ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ μυσταγωγικότερη τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ἐπιδόθηκε στὴ σύνθεση ἀρωμάτων, καταλλήλων γιὰ τὴν παρασκευὴ τοῦ χρησιμοποιουμένου στὴ θεία λατρεία μοσχοθυμιάματος, ἐπιτυγχάνοντας ἄριστα ἀποτελέσματα. Μάλιστα, κατὰ τὴν δεκαπενταετία τοῦ 1970 εἶχε ἐπιτύχει τὴν πρωτότυπη ἐφεύρεση, νὰ ἑνοποιήσει τὸ καρβουνάκι μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ θυμιάματος καὶ νὰ θυμιατίζει μόνο μὲ τὸ ἰδικὴς τοῦ συνθέσεως σιγοκαῖον καρβουνάκι, τὸ ὁποῖο ἀπέπνεε πνοὴ εὐωδίας πνευματικῆς.
Ἅγιος Νικόλαος Καλλισίων
Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ εὑρισκόμενο στὴν Παλαιὰ Πεντέλη μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχή του, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε συστηματικὰ καὶ φιλόπονα, θέλοντας νὰ συστήσει ἐκεῖ τὸ ἡσυχαστήριο, ποὺ τελικὰ ἐγκατέστησε ἀλλοῦ. Βελτίωσε τὶς πηγές, κατασκεύασε ἀρδευτικὸ δίκτυο, φύτευσε πολλὰ δένδρα καὶ μὲ σκαπτικὸ μηχάνημα, τὸ ὁποῖο χειριζόταν ἰδιόχειρα, καλλιεργοῦσε τὴ γῆ. Ὅλα δὲ αὐτὰ παράλληλα πρὸς τὸ νυχθήμερο ἐφημεριακὸ καὶ ἐξομολογητικό του ἔργο.
Ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως τὴν ἐργασία καὶ καμιὰ ἀνάπαυση δὲν ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ἀπὸ πείρα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτό, ποὺ γράφει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: “Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ ἐν ἀναγκαις χαίρουσιν, ὁ δὲ διάβολος καὶ οἱ ἐργᾶται αὐτοῦ ἐν ἀναπαύσει”.
Ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὴν Πολυκλινικὴ
Στὶς 16.3.1970 ἔλαβε μικρὴ σύνταξη ἀπὸ τὸ Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος, ὡς συμπληρώσας τριακονταπενταετία καὶ ἀποχώρησε τυπικὰ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὴν Πολυκλινικὴ.
Παρέμεινε ὅμως κατ’ οὐσίαν λίγο ἀκόμη, μέχρι προσλήψεως τοῦ διαδόχου του. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα συνέχισε γιὰ λίγο διάστημα νὰ μεταβαίνει στὴν Πολυκλινική, γιὰ νὰ συναντᾶ τὰ πολυπληθῆ πνευματικά του τέκνα, ποὺ τὸν ἀναζητοῦσαν ἐκεῖ. Τελικά, γύρω στὸ 1973, περιόρισε στὸ ἐλάχιστο τὶς μεταβάσεις του στὴν Πολυκλινικὴ καὶ δεχόταν τὰ πνευματικά του τέκνα στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, ὅπου λειτουργοῦσε καὶ ἐξομολογοῦσε.
“Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται”
Ὁ Γέροντας Πορφύριος πέρα ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀσθένειά του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, δοκιμάσθηκε καὶ μὲ πολλὲς ἄλλες, κατὰ καιρούς, ἀσθένειες.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς ὑπηρεσίας του στὴν Πολυκλινικὴ ἀρρώστησε ἀπὸ πάθηση τῶν νεφρῶν καὶ ἐγχειρίσθηκε πολὺ καθυστερημένα. Αὐτὸ ἔγινε, διότι ἐργαζόταν ἀκούραστα, παρὰ τὴν ἀσθένειά του. Εἶχε συνηθίσει νὰ ὑπακούει “μέχρι θανάτου” καὶ ἔτσι ὑπάκουσε ἀκόμη καὶ στὸ Διευθυντὴ τῆς Πολυκλινικῆς, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ ἀναβάλει τὴν ἐγχείρηση, γιὰ νὰ νὰ ἐκτελέσει τὶς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος… Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ περιέλθει σὲ κωματώδη κατάσταση καὶ νὰ εἰδοποιηθοῦν οἱ οἰκεῖοι του ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς νὰ μεριμνήσουν γιὰ τὴν κηδεία του. Ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἐπανῆλθε στὴν κατὰ σάρκα ζωή, γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ ὑπηρετεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Παλαιότερα εἶχε ὑποστεῖ καὶ κάταγμα τοῦ ποδιοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο διηγήθηκε ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς μερίμνης γι’ αὐτὸν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, στὸ ναΰδριο τοῦ ὁποίου, στὴν Πολυκλινική, ἱερουργοῦσε.
Ἐπίσης, λόγω τῶν κόπων τοῦ κατὰ τὴ μεταφορὰ βαριῶν φορτίων στὸ σπίτι του στὰ Τουρκοβούνια, ὅπου ἔμενε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐπεδεινώθη ἡ κήλη του, ἀπὸ τὴν ὁποία πολὺ ἐταλαιπωρεῖτο μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.
Στὶς 20.8.1978, εὐρισκόμενος στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, ὑπέστη ἔφραγμα τοῦ μυοκαρδίου καὶ μεταφέρθηκε ἐπειγόντως στὸ νοσηλευτήριο “Ὑγεία”, ὅπου ἐνοσηλεύθη ἐπὶ 20ήμερον. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν κλινική, συνέχισε τὴ νοσηλεία του σὲ σπίτια μερικῶν πνευματικῶν του παιδιῶν μέσα στὴν Ἀθήνα, γιατί στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων δὲν μποροῦσε νὰ μεταβεῖ ἐλλείψει δρόμου, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ διανύσει πεζὸς μεγάλη ἀπόσταση, ἐνῶ τὸ σπίτι του στὰ Τουρκοβούνια δὲν παρεῖχε οὔτε τὶς στοιχειωδέστερες ἀνέσεις καί, ἀκόμα, γιατί ἔπρεπε νὰ εἶναι κοντὰ στοὺς γιατροὺς.
Ἀργότερα, ὅταν πλέον εἶχε ἐγκατασταθεῖ σὲ προχειρότατο οἰκίσκο τοῦ κατασκευαζομένου στὸ Μήλεσι μετοχίου τοῦ Ἡσυχαστηρίου ποὺ εἶχε ἱδρύσει, ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση καταρράκτη στὸ ἀριστερὸ μάτι καὶ ἀπὸ σφάλμα τοῦ γιατροῦ καταστράφηκε τὸ μάτι καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια (1987) ὁ Γέροντας τυφλώθηκε ἐντελῶς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγχειρήσεως ὁ γιατρός, χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Γέροντα, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στὰ φάρμακα καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη στὴν κορτιζόνη, τοῦ ἔκανε ἔνεση ἰσχυρῆς δόσεως κορτιζόνης. Συνέπεια αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὑπέστη μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο συνεχεῖς γαστρορραγίες ποὺ ἐπαναλαμβανόντουσαν ἐπὶ τρίμηνον καὶ πλέον.
Ἐξαιτίας τῆς καταστάσεως αὐτῆς δὲν μποροῦσε νὰ τραφεῖ κανονικὰ καὶ διατηρήθηκε μὲ μερικὲς κουταλιὲς γάλα καὶ νερὸ τὴν ἡμέρα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φτάσει στὸν ἔσχατο βαθμὸ τῆς ἐξαντλήσεως, μέχρι σημείου νὰ μὴ μπορεῖ οὔτε καθιστὸς νὰ σταθεῖ. Τοῦ ἔγιναν περίπου 12 μεταγγίσεις, ὅλες στὸ κατάλυμά του στὸ Μήλεσι καὶ τελικῶς ἐπεβίωσε, χάριτι Θεοῦ, παρ’ ὅλον ὅτι καὶ πάλι δρασκέλισε τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου.
Ἔπασχε ἐπίσης ἀπὸ σταφυλοκοκκικὴ δερματίτιδα στὸ χέρι, χρονία βρογχίτιδα καὶ ἀδένωμα (καρκίνο) τῆς ὑποφύσεως στὸ κρανίο.
Ἀπὸ τότε διεταράχθη σφοδρὰ ἡ σωματική του ὑγεία, ἀλλὰ συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ συμβούλου καί, ὅσο μποροῦσε, τοῦ ἐξομολόγου, διεκπεραιώνοντας αὐτὰ πάρα πολλὲς φορὲς μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους.
Ἀποκαλυπτικὴ καὶ συγκλονιστικὴ μαρτυρία γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ τὴν ἰώβειο ὑπομονὴ τοῦ Γέροντα ἀπέναντι σ’ αὐτὲς ἀποτελεῖ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γεωργίου Παπαζάχου (περιοδ. Σύναξη, Ἰαν.-Μάρτιος 2002, σέλ. 93-97), ἐπίκουρου Καθηγητῆ τῆς Καρδιολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ θεράποντος ἰατροῦ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.
Ἡ πνευματικὴ διαθήκη του
Ἀγαπητὰ πνευματικά μου παιδιὰ,
Τώρα ποὺ ἀκόμη ἔχω τὰς φρένας μου σώας, θέλω νὰ σᾶς πῶ μερικὲς συμβουλές. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὅλο στὶς ἁμαρτίες ἤμουνα. Καὶ ὅταν μὲ ἔστελνε ἡ μητέρα μου νὰ φυλάξω τὰ ζῶα στὸ βουνό, γιατί ὁ πατέρας μου, ἐπειδὴ ἤμασταν πτωχοί, εἶχε πάει στὴ διώρυγα τοῦ Παναμά, γιὰ ἐμᾶς τὰ παιδιά του, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκα τὰ ζῶα, συλλαβιστὰ διάβαζα τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καὶ πάρα πολὺ ἀγάπησα τὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ ἔκανα πάρα πολλὲς προσευχές, σὰν μικρὸ παιδὶ ποὺ ἤμουνα 12-15 χρόνων, δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς καλά. Καὶ θέλοντας νὰ τὸν μιμηθῶ, μὲ πολὺ ἀγώνα, ἔφυγα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου κρυφὰ καὶ ἦλθα στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ὑποτάχθηκα σὲ δύο Γέροντες αὐταδέλφους, Παντελεήμονα καὶ Ἰωαννίκιο. Μοῦ ἔτυχε νὰ εἶναι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι καὶ τοὺς ἀγάπησα πάρα πολὺ καὶ γι’ αὐτό, μὲ τὴν εὐχή τους, τοὺς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Αὐτὸ μὲ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πέρασα πάρα πολὺ καλά. Ἀλλά, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀρρώστησα πολὺ καὶ οἱ Γέροντές μου μοῦ εἶπαν νὰ πάω στοὺς γονεῖς μου στὸ χωριό μου εἰς τὸν Ἅγιο Ἰωάννην Εὐβοίας.
Καὶ ἐνῶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχα κάνει πολλὲς ἁμαρτίες, ὅταν ξαναπῆγα στὸν κόσμο, συνέχισα τὶς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα ἔγιναν πάρα πολλές. Ὁ κόσμος ὅμως μὲ πῆραν ἀπὸ καλὸ καὶ ὅλοι φωνάζουνε ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἐγὼ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ὅσα ἐνθυμόμουνα βεβαίως τὰ ἐξομολογήθηκα καὶ γνωρίζω ὅτι γι’ αὐτὰ ποὺ ἐξομολογήθηκα μὲ συγχώρησε ὁ Θεός, ἀλλὰ ὅμως τώρα ἔχω ἕνα συναίσθημα ὅτι καὶ τὰ πνευματικά μου ἁμαρτήματα εἶναι πάρα πολλὰ καὶ παρακαλῶ ὅσοι μὲ ἔχετε γνωρίσει νὰ κάνετε προσευχὴ γιὰ μένα, διότι καὶ ἐγώ, ὅταν ζοῦσα, πολὺ ταπεινὰ ἔκανα προσευχὴ γιὰ σᾶς. Ἀλλὰ ὅμως, τώρα ποῦ θὰ πάω γιὰ τὸν οὐρανό, ἔχω τὸ συναίσθημα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ πῆ: Τί θέλεις ἐσὺ ἐδῶ; Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ τοῦ πῶ: Δὲν εἶμαι ἄξιος, Κύριε, γιὰ ἐδῶ, ἀλλὰ ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη σου ἂς κάμη γιὰ μένα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, δὲν ξέρω τί θὰ γίνη. Ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ ἐνεργήση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ πάντα εὔχομαι τὰ πνευματικά μου παιδιὰ νὰ ἀγαπήσουν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ μποῦμε στὴν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία του. Γιατί ἀπὸ ἐδῶ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε. Ἐγὼ πάντα εἶχα τὴν προσπάθεια νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ διαβάζω τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων μας καὶ εὔχομαι καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο. Ἐγὼ προσπάθησα μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ πλησιάσω τὸν Θεὸ καὶ εὔχομαι καὶ σεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο.
Παρακαλῶ ὅλους σας νὰ μὲ συγχωρέσετε γιὰ ὅ,τι σᾶς στενοχώρησα
Ἱερομόναχος Πορφύριος
Ἐν Καυσοκαλυβίοις τὴ 4/17 Ἰουνίου 1991
Ὁ Γέροντας Πορφύριος κοιμήθηκε στὶς 2 Δεκεμβρίου 1991 στὸ Κελί του στὰ Καυσοκαλύβια.
Πηγή:https://www.porphyrios.net/