Σύγχρονοι Άγιοι

Παιδικὴ ἡλικία
Ὁ Γέρων Παΐσιος γεννήθηκε στὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1924. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Πρόδρομος καὶ ἦταν πρόεδρος τῶν Φαράσων, ἐνῶ ἡ μητέρα τοῦ λεγόταν Εὐλαμπία. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀκόμα 8 ἀδέλφια. Στὶς 7 Αὐγούστου τοῦ 1924, μία ἑβδομάδα πρὶν οἱ Φαρασιῶτες φύγουν γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Γέροντας βαφτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη, ὁ ὁποῖος ἐπέμεινε καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ δικό του ὄνομα «γιὰ νὰ ἀφήσει καλόγερο στὸ πόδι του», ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶχε πεῖ.

Πέντε ἑβδομάδες μετὰ τὴ βάπτιση τοῦ μικροῦ τότε Ἀρσένιου, στὶς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 1924 ἡ οἰκογένεια Ἐζνεπίδη, μαζὶ μὲ τὰ καραβάνια τῶν προσφύγων, ἔφτασε στὸν Ἅγιο Γεώργιο στὸν Πειραιὰ καὶ στὴ συνέχεια πῆγε στὴν Κέρκυρα, ὅπου καὶ τακτοποιήθηκε προσωρινὰ στὸ Κάστρο. Στὴν Κέρκυρα ἡ οἰκογένειά του ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο. Στὴ συνέχεια μεταφέρθηκε στὴν Ἠγουμενίτσα καὶ κατέληξε στὴν Κόνιτσα. Ἐκεῖ ὁ Ἀρσένιος τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο καὶ πῆρε τὸ ἀπολυτήριό του «μὲ βαθμὸ ὀκτὼ καὶ διαγωγὴ ἐξαίρετο». Ἀπὸ μικρὸς συνεχῶς εἶχε μαζί του ἕνα χαρτί, στὸ ὁποῖο σημείωνε τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου. Ἔδειχνε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὸν μοναχισμὸ καὶ διακαῶς ἐπιθυμοῦσε νὰ μονάσει. Οἱ γονεῖς τοῦ χαριτολογώντας, τοῦ ἔλεγαν «βγάλε πρῶτα γένια καὶ μετὰ θὰ σὲ ἀφήσουμε».

Εφηβικά χρόνια καὶ ο στρατός
Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε μέχρι νὰ ὑπηρετήσει στὸ στρατὸ ὁ Ἀρσένιος δούλεψε σὰν ξυλουργός. Ὅταν τοῦ παραγγελλόταν νὰ κατασκευάσει κάποιο φέρετρο, ὁ ἴδιος, συμμεριζόμενος τὴν θλίψη τῆς οἰκογένειας, ἀλλὰ καὶ τὴ φτώχεια τῆς ἐποχῆς, δὲν ζητοῦσε χρήματα.

Τὸ 1945 ὁ Ἀρσένιος κατατάχτηκε στὸ στρατὸ καὶ ὑπηρέτησε σὰν ἀσυρματιστὴς κατὰ τὸν ἑλληνικὸ ἐμφύλιο. Ὅσο καιρὸ δὲν ἦταν ἀσυρματιστής, ζητοῦσε νὰ πολεμᾶ στὴν πρώτη γραμμή, προκειμένου κάποιοι οἰκογενειάρχες, νὰ μὴν βλαφτοῦν. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως διάστημα τῆς θητείας τοῦ τὸ ὑπηρέτησε μὲ τὴν εἰδικότητα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς ἐκδόσεις ἀφιερωμένες στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα τὸν ἀναφέρουν ὡς “Ἀσυρματιστὴ τοῦ Θεοῦ”. Μάλιστα, ὁ Γέροντας φέροντας ὡς παράδειγμα τὴν κατὰ τὴ στρατιωτική του θητεία αὐτὴ ἰδιότητα, ἀπάντησε σὲ κάποιον ποὺ ἀμφισβητοῦσε τὴ χρησιμότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι “ἀσυρματιστὲς τοῦ Θεοῦ”, ἐννοώντας τὴν θερμή τους προσευχὴ καὶ τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸ στρατὸ τὸ 1949.

Μοναστικός Βίος
Τὰ πρῶτα χρόνια
Ὁ πατέρας Παΐσιος πρώτη φορὰ εἰσῆλθε στὸ Ἅγιο Ὅρος γιὰ νὰ μονάσει τὸ 1949, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατό. Ὅμως ἐπέστρεψε στὰ κοσμικὰ γιὰ ἕνα χρόνο ἀκόμα, προκειμένου νὰ ἀποκαταστήσει τὶς ἀδελφές του, ἔτσι τὸ 1950 πῆγε στὸ Ἅγιο Ὅρος. Ἡ πρώτη μονὴ στὴν ὁποία κατευθύνθηκε καὶ παρέμεινε γιὰ ἕνα βράδυ ἦταν Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὶς Καρυὲς (Διόρθωση: ΔΕΝ ὑπάρχει τέτοια Μονὴ στὶς Καρυές. Καὶ τὸ λὶνκ στὴν Μονὴ τῆς Πάτμου ὁδηγεῖ). Ἐν συνέχεια κατέλυσε στὴ σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, στὸ κελὶ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ θὰ γνωρίσει τὸν πατέρα Κύριλλο ποὺ ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ καὶ θὰ τὸν ἀκολουθήσει πιστά.

Λίγο ἀργότερα ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ κατευθύνθηκε στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου. Ἐκεῖ τελέσθηκε ἡ τελετὴ τῆς «ρασοευχῆς» καὶ πῆρε τὸ πρῶτο ὄνομά του ποὺ ἦταν Ἀβέρκιος. Καὶ ἐκεῖ ἀμέσως ξεχώρισε γιὰ τὴν ἐργατικότητά του, τὴ μεγάλη ἀγάπη καὶ κατανόηση ποὺ ἔδειχνε γιὰ τοὺς «ἀδελφούς» του, τὴν πιστὴ ὑπακοὴ στὸ γέροντά του, τὴν ταπεινοφροσύνη του, ἀφοῦ θεωροῦσε ἑαυτὸν κατώτερο ὅλων τῶν μοναχῶν στὴν πράξη. Προσευχόταν ἔντονα καὶ διάβαζε διαρκῶς, ἰδιαίτερα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ.

Τὸ 1954 ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Μονὴ Φιλοθέου, ποὺ ἦταν Ἰδιόρρυθμο μοναστήρι ὅπου μόναζε καὶ ἕνας θεῖος του. Ἡ συνάντησή του ὅμως μὲ τὸν Γέροντα Συμεὼν θὰ εἶναι καταλυτικὴ γιὰ τὴν πορεία καὶ διαμόρφωση τοῦ μοναχικοῦ χαρακτήρα τοῦ Παϊσίου. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, τὸ 1956, χειροθετήθηκε «Σταυροφόρος» καὶ πῆρε τὸ «Μικρὸ Σχῆμα». Τότε ἦταν τελικὰ ποὺ ὀνομάστηκε καὶ «Παΐσιος», χάρη στὸ Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τὸν β΄, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ συμπατριώτης του. Ὁ Γέρων Αὐγουστίνος αὐτὴν τὴν περίοδο ἀπέκτησε στενὴ σχέση μὲ τὸν Παΐσιο.

Τὸ 1958, ὕστερα ἀπὸ «ἐσωτερικὴ πληροφόρηση», πῆγε στὸ Στόμιο Κονίτσης. Ἐκεῖ πραγματοποίησε ἔργο τὸ ὁποῖο ἀφοροῦσε στοὺς ἑτερόδοξους ἀλλὰ περιελάμβανε καὶ τὴ βοήθεια τῶν βασανισμένων καὶ φτωχῶν Ἑλλήνων, εἴτε μὲ φιλανθρωπίες, εἴτε παρηγορώντας τους καὶ στηρίζοντάς τους ψυχολογικά, μὲ αἰχμὴ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπὶ 4 ἔτη ἔμεινε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίων της Θεοτόκου στὸ Στόμιο, ὅπου ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς περιοχῆς γιὰ τὴν προσφορὰ καὶ τὸν μετριοπαθῆ χαρακτήρα του.

Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸ Ὅρος Σινὰ στὸ κελὶ τῶν Ἁγίων Γαλακτίωνος καὶ Ἐπιστήμης. Ὁ Γέροντας ἐργαζόταν ὡς ξυλουργὸς καὶ ὅ,τι κέρδιζε τὸ ἔδινε σὲ φιλανθρωπίες στοὺς Βεδουίνους, ἰδίως τρόφιμα καὶ φάρμακα.

Ἐπιστροφὴ στὸ Ἅγιο Ὅρος
Τὸ 1964 ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιο Ὅρος, ἀπὸ ὅπου δὲν ξαναέφυγε ποτέ. Ἡ σκήτη (ἡ Μονή, ὄχι σκήτη)ἡ ὁποία τὸν φιλοξένησε ἦταν ἡ Ἰβήρων. Στὸ διάστημα ποὺ παρέμεινε ἐκεῖ, καὶ συγκεκριμένα τὸ 1966, ἀσθένησε σοβαρὰ καὶ εἰσήχθη στὸ Νοσοκομεῖο Παπανικολάου. Ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση, μὲ ἀποτέλεσμα μερικὴ ἀφαίρεση τῶν πνευμόνων. Στὸ διάστημα μέχρι νὰ ἀναρρώσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιο Ὅρος φιλοξενήθηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ στὴ Σουρωτή. Ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιο Ὅρος μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του καὶ τὸ 1967 μετακινήθηκε στὰ Κατουνάκια, καὶ συγκεκριμένα στὸ Λαυρεώτικο κελὶ τοῦ Ὑπατίου.

Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ δέχεται πολλὲς ἐπισκέψεις. Ἤδη τὸ ὄνομά του ἔχει ἀρχίσει νὰ γίνεται ἀρκετὰ γνωστὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ Ὅρος καὶ κάθε λογὴς βασανισμένοι ἄνθρωποι ὁδηγοῦνταν σὲ αὐτόν, μαθαίνοντας γιὰ ἕνα χαρισματοῦχο μοναχὸ ποὺ ὀνομάζεται Παΐσιος. (Διόρθωση: αὐτὰ ἔγιναν πολὺ ἀργότερα) Τὸ ἑπόμενο ἔτος μεταφέρεται στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα. Βοηθάει σημαντικὰ σὲ χειρωνακτικὲς ἐργασίες, συνεισφέροντας στὴν ἀνακαίνιση τοῦ μοναστηριοῦ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὑποτακτικός του Ρώσου μοναχοῦ Τύχωνα. Ὁ ἅγιος αὐτὸς γέροντας ἀσκήτευε στὸ Σταυρονικητιανὸ κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κοιμήθηκε τὸ 1968. Ὁ Γέροντας Παΐσιος εὐλαβεῖτο πολὺ τὸν γέροντά του καὶ πάντα μιλοῦσε μὲ συγκίνηση γι’αὐτόν. Ἔμεινε στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα Τύχωνος γιὰ ἕνδεκα ἔτη μετὰ τὴν κοίμησή του, πράγμα ποὺ ἦταν ἐπιθυμία καὶ τοῦ ἴδιου πρὶν πεθάνει.

Στήν Παναγούδα
Τὸ 1979 ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου (διόρθωση: τοῦ Τιμίου Σταυροῦ) καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου. Ἐκεῖ εἰσχώρησε στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα ὡς ἑξαρτηματικὸς μοναχός. Ἡ Παναγούδα ἦταν μία σκήτη (διόρθωση: κελὶ) ἐγκαταλελειμμένη καὶ ὁ Παΐσιος ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ νὰ δημιουργήσει ἕνα κελὶ μὲ «ὁμόλογο», ὅπου καὶ ἔμεινε μέχρι καὶ τὸ τέλος τὴ ζωῆς του. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὴν Παναγούδα πλῆθος λαοῦ τὸν ἐπισκεπτόταν. Ἦταν μάλιστα τόσο τὸ πλῆθος ὥστε νὰ ὑπάρχουν καὶ εἰδικὲς σημάνσεις ποὺ ἐπεσήμαναν τὸν δρόμο πρὸς τὸ κελί του, ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν οἱ ἐπισκέπτες τοὺς ὑπολοίπους μοναχούς. Ἐπίσης δεχόταν πάρα πολλὲς ἐπιστολές. Ὅπως ἔλεγε ὁ γέροντας στενοχωρεῖτο πολύ, γιατί ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς μάθαινε μόνο γιὰ διαζύγια καὶ ἀσθένειες ψυχικὲς ἢ σωματικές. Παρὰ τὸ βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε τὴν ἔντονη ἀσκητικὴ ζωή, σὲ σημεῖο νὰ ξεκουράζεται ἐλάχιστα, 2 μὲ 3 ὧρες τὴν ἡμέρα. Ἐξακολούθησε ὅμως νὰ δέχεται καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ βοηθήσει τοὺς ἐπισκέπτες. Συνήθιζε ἐπίσης νὰ φτιάχνει «σταμπωτὰ» εἰκονάκια τὰ ὁποῖα χάριζε στοὺς ἐπισκέπτες σὰν εὐλογία.

Οἱ ἀσθένειες τοῦ Γέροντα
Τὸ ἱστορικὸ
Τὸ 1966 ὁ γέροντας νοσηλεύθηκε στὸ Νοσοκομεῖο Παπανικολάου λόγω βρογχεκτασιῶν. Μετὰ τὴν ἐπέμβαση γιὰ τὴν ἀφαίρεσή τους καὶ λόγω τῆς χρήσης ἰσχυρῶν ἀντιβιοτικῶν ὁ γέροντας ἔπαθε ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, ἡ ὁποία τοῦ ἄφησε μόνιμα δυσπεπτικὰ προβλήματα. Κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐργαζόταν στὴν πρέσα ποὺ εἶχε στὸ κελί του, ἔπαθε βουβωνοκήλη. Ἀρνήθηκε νὰ νοσηλευτεῖ καὶ ὑπέμεινε καρτερικὰ τὴν ἀσθένεια, ἡ ὁποία τοῦ ἔδινε φοβεροὺς πόνους γιὰ τέσσερα ἢ πέντε χρόνια. Κάποια μέρα σὲ μία ἐπίσκεψή του στὴ Σουρωτή, κάποιοι γνωστοί του γιατροὶ κυριολεκτικὰ τὸν ἀπήγαγαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ Θεαγένειο νοσοκομεῖο, ὅπου καὶ χειρουργήθηκε. Παρὰ τὴν ἀντίθεση τῶν γιατρῶν, ὁ γέροντας συνέχισε τὴ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες κάτι ποὺ ἐπιδείνωσε καὶ ἄλλο τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του.

Τὸ τέλος τῆς ζωῆς του
Μετὰ τὸ 1993 νὰ παρουσιάζει αἱμορραγίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἀρνοῦνταν νὰ νοσηλευτεῖ λέγοντας χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὅλα θὰ βολευτοῦν μὲ τὸ χῶμα». Τὸν Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους ὁ Γέροντας Παΐσιος βγαίνει γιὰ τελευταία φορὰ ἀπὸ τὸ Ὅρος καὶ πηγαίνει στὴ Σουρωτή, στὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου (10 Νοεμβρίου). Ἐκεῖ μένει γιὰ λίγες μέρες καὶ ἐνῶ ἑτοιμάζεται νὰ φύγει ἀσθενεῖ καὶ μεταφέρεται στὸ Θεαγένειο, ὅπου του γίνεται διάγνωση γιὰ ὄγκο στὸ παχὺ ἔντερο. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1994 ὁ γέροντας χειρουργεῖται.

Παρότι ἡ ἀσθένεια δὲν ἔπαυσε (παρουσίασε μεταστάσεις στοὺς πνεύμονες καὶ στὸ ἧπαρ), ὁ γέροντας ἀνακοίνωσε τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἅγιο Ὅρος στὶς 13 Ἰουνίου. Ὁ ὑψηλὸς πυρετὸς ὅμως καὶ ἡ δύσπνοια τὸν ἀνάγκασαν νὰ παραμείνει.

Στὸ τέλος τοῦ Ἰουνίου οἱ γιατροὶ τοῦ ἀνακοινώνουν ὅτι τὰ περιθώρια ζωῆς τοῦ ἦταν δύο μὲ τρεῖς ἑβδομάδες τὸ πολύ. Τὴ Δευτέρα 11 Ἰουλίου (γιορτὴ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας) ὁ γέροντας κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ γονατιστὸς μπροστὰ στὸ κρεβάτι του. Τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς τοῦ ἀποφάσισε νὰ μὴν παίρνει φάρμακα ἢ παυσίπονα, παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους τῆς ἀσθένειάς του. Τελικὰ ὁ Γέροντας Παΐσιος ἀπεβίωσε τὴν Τρίτη 12 Ἰουλίου 1994 καὶ ὥρα 11:00. Ἐνταφιάστηκε στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης. Ἔκτοτε, κάθε χρόνο στὶς 11 πρὸς 12 Ἰουλίου, στὴν ἐπέτειο κοιμήσεως τοῦ Γέροντος, τελεῖται ἀγρυπνία στὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο, μὲ συμμετοχὴ χιλιάδων πιστῶν.

Ἀπὸ τὸ  https://el.wikipedia.org

Κορυφαία ἔκφραση τῆς ἀληθινῆς κατά Χριστόν ζωῆς τοῦ κάθε συνειδητοῦ πιστοῦ καί πιό πολύ του πραγματικοῦ καί τελείου Ἱερέως, ἀποτελεῖ ἡ ζωή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἱερέως Νικολάου τοῦ Πλανά, ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας.

Ἡ ὡραία, ἡ εὔανδρος καί ἁγιοτόκος Νάξος, εἶχε τήν θεία εὔνοια καί εὐλογία νά εἶναι ἡ Γενέτειρά του. Γεννήθηκε τό ἔτος 1851. Οἱ γονεῖς του, Καπετάν Γιάννης καί Αὐγουστίνα ἦταν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί καλοκάγαθοι, ὅπως ὅλοι οἱ νησιῶτες, καί εὔποροι. Εἶχαν καί ἕνα ἐμπορικό καΐκι, πού πήγαινε ἀπό τή Νάξο στήν Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ἀκόμα καί στήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Μέσα σέ κάποιο ἀπό τά κτήματα τούς εἶχαν καί ἕνα μικρό παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Νικόλαο.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ἀπό βρεφικῆς ἡλικίας ἦταν ἁγιασμένος. Τίς περισσότερες φορές ὡς παιδί ἦταν στόν Ἱερό αὐτό Ναό καί περνοῦσε πολλές ὧρες ἐκεῖ ψάλλοντας ὅσα ἤξερε καί φορώντας πολλές φορές, ἀντί ἱερατικοῦ φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ἱερεῖς. Μία μέρα ἔψαλλε τόσο κατανυκτικά, ὥστε προκάλεσε τόν θαυμασμό τῶν περαστικῶν.

Ἡ ὅλη του ζωή ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἀκόμα, προέλεγε τή μέλλουσα ζωή καί πολιτεία του. Τίς θεῖες θαυματουργικές δυνάμεις ἔλαβε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τά παιδικά του χρόνια. Ἔτσι, ἐγνώριζε τόν καταποντισμό τοῦ καϊκιοῦ τούς ἔξω ἀπό τήν Πόλη, καί τό εἶπε στούς γονεῖς του.

Τά πρῶτα γράμματα ἔμαθε ἀπό τόν παππού τοῦ – πατέρα τῆς μητέρας τοῦ – ἱερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στόν ὁποῖο ἔμαθε νά διαβάζει τό Ἱερό Ψαλτήριο. Μαζί του ἐπίσης πήγαινε στίς θεῖες Λειτουργίες καί τόν διακονοῦσε στό Ἱερό Βῆμα, ἐνῶ παράλληλα δεχόταν τά νάματα τῆς Θείας Λατρείας.

Ὅταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὁ πατέρας τοῦ ἄφησε τόν κόσμο αὐτό. Ἔτσι, ἡ μητέρα τοῦ μαζί μέ τήν ἀδελφή του ἦρθαν στήν Ἀθήνα καί πῆγε καί ὁ ἴδιος μαζί τους. Ἔμεναν στήν περιοχή πού εἶναι μεταξύ του Ι. Ναοῦ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Πλάκας καί τοῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοί Ναξιῶτες.

Μοίρασαν μέ τήν ἀδελφή του τήν πολύ ἀξιόλογη πατρική τους περιουσία. Ἀλλά τό μερίδιο τοῦ τό ἔκανε ἐνέχυρο γιά κάποιο φτωχό, πού δέν τοῦ τό ἐπέστρεψε ποτέ.

Ἔτσι παρέμεινε γιά ὅλη του τήν ζωή φτωχός. Σέ ἡλικία δέκα ἑπτά ἐτῶν συνῆψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων τῆς μητέρας του, μέ τήν Ἑλένη Προβελεγγίου ἀπό τά Κύθηρα. Ἀπό τόν γάμο αὐτό ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη. Ὕστερα ἀπέθανε ἡ σύζυγός του. Στίς 28 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Πλάκας. Στίς 2 Μαρτίου τοῦ 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί τοποθετήθηκε στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Παντελεήμονος Ἰλισσοῦ. Καί στήν Ἐνορία αὐτή καί στήν Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης ὑπηρέτησε. Στόν Ἅγιο Ἐλισσαῖο λειτουργοῦσε καθημερινά.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὑπῆρξε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ λειτουργός ὁ ἅγιάς του Ὑψίστου, ὁ ἄοκνος ἱερουργός καί λάτρης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγάλη του εὐλάβεια, ἡ ἀπεριόριστη καλωσύνη του, ἡ ὑπερβολική του ἀφιλοχρηματία, ἡ ἁπλότητά του, τό ἀκτινοβόλο ἱερατικό του ἦθος, ἡ ἄφθαστη ἱεροπρέπειά του, ἡ ταπείνωσή του, ἡ ἀγάπη του γιά τήν Θεία Λατρεία καί οἱ λοιπές του ἀρετές, τόν καταξίωσαν στή συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ὅλοι ἐσέβοντο τόν ἅγιο Νικόλαο, ἐπίσημοι καί ἀφανεῖς.

Δέν ἀγάπησε ποτέ τοῦ τά πλούτη. Ὅσα τοῦ ἔδιναν ἀμέσως τά ἔδινε στούς φτωχούς. Εἶχε μισθοδοτήσει ἕνδεκα οἰκογένειες χηρῶν καί ὀρφανῶν. Χρόνια καί χρόνια τους ἔδινε ἐπίδομα μέχρι πού τά παιδιά τούς ἔγιναν δεκατεσσάρων ἐτῶν. Βοηθοῦσε νεαρούς Διακόνους στίς σπουδές τους. Ἐνίσχυε ὑλικά καί πνευματικά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.

Ὑπῆρξε ὁ ἀκαταπόνητος. Γιά μισό καί πλέον αἰώνα λειτουργοῦσε καθημερινά. Λιτός, ἀπέριττος σέ ὅλες του τίς ἐκδηλώσεις! Πλοῦτος του καί θησαυρός του, κέντρο τῆς ζωῆς του ἡ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας! Ἄνθρωπος προσευχῆς, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ἦταν μία διακονία πίστεως καί ἀγάπης.

Ἦταν νηστευτής. Ἐνήστευε ὅλες τίς Σαρακοστές καί τό λάδι. Καί τήν νηστεία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τήν ἄρχιζε ἀπό τήν 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι τήν 14η . Ἐπίσης καί τῶν Ταξιαρχῶν ἐνήστευσε ἀπό τή 1η μέχρι καί τήν 8η Νοεμβρίου.

Ἁπλός καί πανέξυπνος, εὔστοχος στίς ἀπαντήσεις του, συνεδίαζε τήν ἁπλότητα καί τήν ἱεροπρέπεια, τήν ἀφέλεια μέ τήν ἁγιότητα.

Δέν εἶχε σπουδάσει σέ Πανεπιστήμια, οὔτε σέ Ἐκκλησιαστικές Σχολές, οὔτε σέ Λύκεια καί Γυμνάσια. Καί ἴσως νά μή φοίτησε καί σέ καμμιά τάξη του τότε Ἑλληνικοῦ Σχολείου. Ὅμως ἄριστα κατεῖχε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός ἐδόξασε τόν Ἅγιο Νικόλαο μέ τό νά θαυματουργεῖ. Εἶναι ἀμέτρητα τά θαύματά του. Ἐθεράπευε ἀσθενεῖς, ἀπεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε τό μέλλοντα, ἔλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.

Ὅμως, ὕστερα ἀπό μία ζωή ἁγία, μία ζωή πού ὑπῆρξε προσφορά στόν Θεό, ἔπρεπε κι αὐτός ὡς ἄνθρωπος νά ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό καί νά ὁδηγηθεῖ στήν αἰώνια καί ἀληθινή ζωή.

Ξημέρωσε ἡ Κυριακή του Ἀσώτου, 28η Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 1932. Αὐτή εἶναι ἡ μέρα πού λειτούργησε γιά τελευταία φορά στό ἐπίγειο Ἱερό Θυσιαστήριο.

Μετά τή Θεία Λειτουργία ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Οἱ πιστοί καί οἱ οἰκεῖοι του τόν φρόντισαν. Ἀλλά παρ’ ὅλες τίς φροντίδες τους, δέν μπόρεσαν νά ἀναστρέψουν τήν πορεία πού εἶχε πάρει ἡ ὑγεία του.

Ἦταν δέκα ἡ ὥρα τό βράδυ τῆς 2ας Μαρτίου τοῦ 1932. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ψιθύριζε προσευχές. Εἶπε:

“Τόν δρόμον τετέλευκα!”.

“Δόξα σοί ὁ Θεός!”. “Ἡ Θεῖο Χάρη νά σᾶς εὐλογεῖ”

Τό πρωί ἔφεραν τό ἱερό του λείψανο στόν Ναό Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Ὁδοῦ Βουλιαγμένης, ἐκεῖ ὅπου ἐφημέρευε.
Γιά τρεῖς μέρες ἐτέθη σέ λαϊκό προσκύνημα. Οἱ λαϊκές ἐκδηλώσεις ἦταν πρωτοφανεῖς καί τό πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀναρίθμητο. Χιλιάδες λαοῦ κατέφθασαν ἀπό τό λεκανοπέδιο Ἀττικῆς γιά νά ἀποχαιρετήσουν τόν σύγχρονο Ἅγιο!

Στίς 29 Αὐγούστου τοῦ 1992, τά ἱερώτατα καί θαυματουργά Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανά τοποθετήθηκαν σέ ἀσημένια λάρνακα, πού σήμερα βρίσκεται στό δεξιό κλίτος τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Ναοῦ.

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἀνεκήρυξε καί ἐπισήμως ὡς ἅγιο τόν Ἅγιο Νικόλαο τόν Πλανά κατά τήν 135 ἡ Συνοδική Περίοδο (1991-1992) τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ.κ. Νικοδήμου, καί βεβαίως μέ τήν φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μᾶς κ.κ. Ἀμβροσίου.

Ἀναμφίβολα, εἶναι πολύ ὠφέλιμο τό νά παρουσιόζονται στίς μέρες μᾶς ζωντανά πρότυπα, παραδείγματα πού ἐνσαρκώνουν τόν ἀληθινό τρόπο ζωῆς, δηλαδή τόν τρόπο τῆς κατά Χριστόν Ὀρθοδόξου ζωῆς.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν σπουδαίων ἁγίων παραδειγμάτων, εἶναι καί τό παράδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου Ναξιώτη, τοῦ ἐπιλέκτου τέκνου τῆς Νάξου καί τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἁγίου συμπατριώτη μᾶς Ἱερέως Νικολάου τοῦ Πλανά. Τοῦ ἁγίου, πού δέν ἔζησε στά παλιά χρόνια, ἀλλά ἔζησε μόλις πρίν ἑξήντα ἑπτά χρόνια, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἡλικιωμένοι πού ἴσως τόν θυμοῦνται, ἄρα εἶναι σύγχρονός τους.

Ἔτσι, ὁ ὑπεράξιος, ὁ ἐκλεκτός, ὁ ἅγιος αὐτός ἱερέας τοῦ Ὑψίστου. μέ τήν πάμφωτη ζωή του, φωτίζει ἄπλετα καί τόν δρόμο τῆς δικῆς μας ζωῆς.

Ἡ παρουσία του στήν τοπική μας Ἐκκλησία, ἡ διακονία του στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μαρτυρία τοῦ μέσα στήν Ὀρθοδοξία, εἶναι ἕνας ἀνεκτίμητος θησαυρός, πού πρέπει νά ἀποτελέσει γιά ὅλους μας καί μάλιστα γιά τούς ἱερεῖς μᾶς κανόνα, ὑπογραμμό καί πρότυπο πορείας.

Ἡ ζωή τοῦ ἄς μᾶς ἐμπνέει καί οἱ ἅγιες εὐχές τοῦ ἄς μᾶς στηρίζουν. Ἀμήν.Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς ἑορτάζει κατά τήν καθιερωμένη Πανήγυρη τῆς 2ας Μαρτίου. Ἐάν ἡ ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς συμπίπτει κατά τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τότε ἡ Μνήμη τοῦ ἑορτάζεται κατά τήν ἑπομένη Κυριακή.

Ὠσαύτως, ἑορτάζει τήν πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά τήν καθιερωθεῖσα προσφάτως Σύναξη τῶν Πέντε Ἁγίων της Παροναξίας, ἡ ὁποία τελεῖται στόν νεόδμητο Ι. Ναό τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἅγιορειτου καί Νικολάου τοῦ Πλανά στήν πόλη τῆς Νάξου.

Ἀκόμη, τήν Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στήν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων.

Οἱ Ἀσματικές Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανά, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σέ λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν ἀπό τόν Σέβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, καί ἀπό τόν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο τῆς Ι. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.
– Πηγή: https://www.monastiriaka.gr

 

Παιδικὰ χρόνια
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε στὶς 7 Φεβρουαρίου 1906 στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἰωάννης Καρυστίας Εὐβοίας, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ Ἀλιβέρι. Οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν πτωχοί, ἀλλ’ εὐσεβεῖς γεωργοί. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομαζόταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καὶ ἡ μητέρα τοῦ Ἑλένη, τὸ γένος Ἀντωνίου Λάμπρου. Ὁ πατέρας τοῦ εἶχε κλήση μοναχική, ἀλλὰ τελικὰ δὲν ἔγινε μοναχός. Ὑπῆρξε, ὅμως, ψάλτης στὸ χωριό του καὶ δίδαξε στὸ Γέροντα τὴν παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε ἀπὸ τὴν ἁγία πίστη μας.

Ὁ Γέροντας Πορφύριος κατὰ τὴ βάπτισή του πῆρε τὸ ὄνομα Εὐάγγελος, ἦταν δὲ τὸ τέταρτο ἀπὸ τὰ πέντε παιδιὰ τῶν γονέων του. Ἡ φτώχεια ἀνάγκασε τὸν πατέρα τοῦ Γέροντα νὰ ξενιτευτεῖ καὶ νὰ πάει νὰ δουλέψει στὴν κατασκευὴ τῆς διώρυγας τοῦ Παναμά.

Φοίτησε στὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ τοῦ μόνο γιὰ δύο χρόνια. Ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν ἐργαζόταν. Ἐπίασε δουλειὰ στὸ ἀνθρακωρυχεῖο τῆς περιοχῆς του καὶ στὴ συνέχεια σὲ παντοπωλεῖο στὴ Χαλκίδα καὶ στὸν Πειραιά.

Ὁ Γέροντας ὡς παιδὶ εἶχε ἔντονα πρόωρη ἀνάπτυξη. Ὅπως διηγήθηκε ὁ ἴδιος, ἀπὸ ὀκτὼ χρονῶν ξυριζόταν. Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἦταν σοβαρός, ἐργατικότατος, ἐπιμελὴς καὶ ἔδειχνε πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ χρόνια του.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος ,Ἡ μοναχικὴ κλῆσις

Διαβάζοντας τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτη συλλαβιστά, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατα, ἀλλὰ καὶ ὅταν δούλευε στὸ παντοπωλεῖο, αἰσθάνθηκε τὸν πόθο νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἀρκετὲς φορὲς ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ γιὰ διάφορους λόγους γύριζε πίσω. Τελικά, μεταξὺ δώδεκα καὶ δεκατεσσάρων ἐτῶν, ξεκίνησε μὲ σταθερὴ ἀπόφαση νὰ φθάσει. Καὶ ὁ Κύριος εὐλόγησε τὴν ἀπόφασή του καὶ ἔφθασε.

Ὁ προνοητῆς τῶν πάντων καὶ κυβερνήτης τῆς ζωῆς μᾶς Κύριος ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ συναντήσει μέσα στὸ καράβι, ποὺ πήγαινε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὸ μέλλοντα Γέροντά του, τὸν ἱερομόναχο καὶ πνευματικὸ Παντελεήμονα. Αὐτὸς τὸν ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ μέσα ἀπὸ τὸ καράβι, τὸν παρουσίασε ὡς ἀνεψιό του καὶ τὸν ἔμπασε στὸ Ἅγιον Ὅρος, παρόλον ποὺ δὲν ἐπιτρεπόταν τότε ἡ εἴσοδος στὰ παιδιὰ.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ
Ὁ Γέροντάς του, ὁ πάπα-Παντελεήμονας, τὸν ὁδήγησε στὰ Καυσοκαλύβια, στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὴν ὁποία ἀσκήτευε μαζὶ μὲ τὸν ὁμομήτριο ἀδελφό του πάπα-Ἰωαννίκιο.

Ἔτσι ὁ Γέροντας Πορφύριος ἀπέκτησε ταυτόχρονα δύο Γεροντάδες καὶ ἔκανε καὶ στοὺς δύο ἄκρα, ἀδιάκριτη καὶ χαρούμενη ὑπακοή. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν ἑκούσια ἄσκηση καὶ τὸ παράπονό του ἦταν ὅτι οἱ Γέροντές του δὲν τοῦ ἀπαιτοῦσαν ἀκόμη μεγαλύτερη. Δὲν γνωρίζουμε ἀκόμη ἐπακριβῶς τὰ ἀσκητικὰ παλαίσματά του, γιατί δὲν μιλοῦσε γι’ αὐτά. Ἀπὸ τὰ λίγα, ποὺ ἀνέφερε σπανίως σὲ ἐλάχιστα πνευματικά του παιδιά, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ ἄσκησή του ἦταν συνεχής, ἐντατική, χαρούμενη καὶ σκληρή. Ξυπόλυτος στὰ χιόνια καὶ στὰ κακοτράχαλα μονοπάτια. Μὲ λίγο ὕπνο στὸ πάτωμα, μὲ μία κουβέρτα καὶ μὲ ἀνοιχτὸ τὸ παράθυρο, ἀκόμη κι ὅταν χιόνιζε. Μὲ πολλὲς μετάνοιες, μὲ γυμνὸ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλεῖ ἡ νύστα. Μὲ ἐργασία τὴν ξυλογλυπτικὴ καὶ στὸ ὕπαιθρο, γιὰ ξύλα, γιὰ σαλιγκάρια, γιὰ κουβάλημα χώματος στὴν πλάτη ἀπὸ μεγάλες ἀποστάσεις, προκειμένου νὰ δημιουργηθεῖ μικρὸς κῆπος στὰ βραχώδη μέρη τῆς καλύβης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Καὶ ταυτόχρονα ἐντονώτατη συγκέντρωση τῆς προσοχῆς στὰ ἀναγνώσματα καὶ τὰ τροπάρια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καὶ ἀποστήθισή τους. Ἐπὶ πλέον ἀποστήθιση τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐργοχείρου καὶ συνεχὴς ἐπανάληψή τους, ὥστε στὸ μυαλὸ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ μπεῖ ἀργὸς λόγος ἢ μὴ καλὸς λογισμός. Ἦταν, κατὰ τὸ χαρακτηρισμό, ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στὴ ζωὴ τοῦ ἐκεῖνα τὰ χρόνια “ἀεικίνητος”.

Ἀλλὰ τὸ βασικό, τὸ κύριο γνώρισμα τῆς ἄσκησής του, δὲν ἦταν τὰ σωματικὰ παλαίσματα. Ἦταν ἡ πλήρης ὑποταγὴ στὸ Γέροντά του, ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτησή του ἀπὸ αὐτόν, ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τοῦ θελήματός του μέσα στὸ θέλημα ἐκείνου, ἡ γεμάτη ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη καὶ θαυμασμὸ ἀφοσίωσή του στὸ Γέροντά του, ἡ ταύτισή του μὲ ἐκεῖνον, ἡ ὁποία τὸν ἔκανε δεκτικό της διοχέτευσης τῶν βιωμάτων του στὴ δική του ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό, αὐτὸ εἶναι τὸ κλειδί, τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριο.

Δὲν γνωρίζουμε πότε ἀκριβῶς, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι σύντομα μετὰ τὴν ἐγκαταβίωσή του στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Νικήτας.

Ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας Χάριτος
Σ’ αὐτὸν τὸ γεμάτο φλόγα νέο μοναχό, ποὺ τάδωσε ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ δὲν ὑπολόγισε ποτὲ κόπους καὶ ἀγῶνες, δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι ἀναπαύθηκε αἰσθητὰ ἡ θεία Χάρις. Ἦταν ξημερώματα, ὁ κεντρικὸς ναὸς τῶν Καυσοκαλυβίων, τὸ Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχὸς Νικήτας, ὅμως, περίμενε σὲ μία γωνιὰ τοῦ προνάρθηκα νὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ν’ ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία.

Δεύτερος μπῆκε στὸν προνάρθηκα ὁ γερὸ-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός, ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφὸς ἅγιος καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δὲν ἦταν ἄλλος ἐκεῖ (δὲν εἶδε τὸ μοναχὸ Νικήτα ποὺ ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νὰ κάνει στρωτὲς μετάνοιες καὶ νὰ προσεύχεται μπροστὰ στὴν κλειστὴ πόρτα τοῦ ναοῦ. Ἡ θεία Χάρις ξεχείλισε ἀπὸ τὸν ὅσιο γερὸ-Δημὰ καὶ ἔλουσε καὶ κατεκάλυψε τὸν ἕτοιμο νὰ τὴ δεχθεῖ νεαρὸ Νικήτα. Τὰ αἰσθήματά του δὲν περιγράφονται. Γεγονὸς εἶναι ὅτι μετὰ τὴ θεία Λειτουργία καὶ τὴ θεία Κοινωνία τοῦ ὁ νεαρὸς μοναχὸς Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα, ὥστε, πηγαίνοντας γιὰ τὸ καλύβι του, σταμάτησε, ἄνοιξε τὰ χέρια τοῦ τεντωμένα καὶ φώναζε δυνατὰ “Δόξα Σοί, ὁ Θεός. Δόξα Σοί, ὁ Θεός. Δόξα Σοί, ὁ Θεός”.

Τὴν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μία ριζικὴ ἀλλαγὴ τῶν ψυχοσωματικῶν ἰδιοτήτων τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ ἀλλοίωσις, ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου. Ἐνεδύθη δύναμιν ἐξ ὕψους καὶ ἀπέκτησε χαρίσματα ὑπερφυσικά.

Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι “διεῖδε” ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση τοὺς Γέροντές του, ποὺ ἐπέστρεφαν ἀπὸ μακριά. Τοὺς “διεῖδε” ἐκεῖ ποὺ ἤσαν, ἐνῶ ἀνθρωπίνως δὲν ἤσαν ὁρατοί. Αὐτὸ τὸ ἐξομολογήθηκε στὸν πάπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε προσοχὴ καὶ σιωπή. Συμβουλές, πρὸς τὶς ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα. Τὰ αἰσθητήριά του εὐαισθητοποιήθηκαν σὲ ἀνυπέρβλητο βαθμὸ καὶ οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές του ἀναπτύχθηκαν στὸ ἔπακρο.

Ἄκουε καὶ γνώριζε τὶς φωνὲς τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ζώων, τόσο ὡς πρὸς τὴν προέλευση ὅσο καὶ πρὸς τὸ νόημά τους. Ὀσφραινόταν τὶς εὐωδιὲς ἀπὸ μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τὰ ἀρώματα καὶ τὴ σύνθεσή τους. Διέκρινε ἀπὸ πάρα πολὺ μακριὰ τὶς εὐωδιὲς τῶν λουλουδιῶν. “Έβλεπε”, ὅταν ὕστερα ἀπὸ ταπεινὴ προσευχὴ ἐρχόταν στὴν κατάλληλη κατάσταση, στὰ βάθη τῆς γὴς καὶ στὸ χάος τοῦ οὐρανοῦ, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα ἀρχαῖα, κρυμμένους τάφους, ρωγμὲς στὰ ἔγκατα τῆς γής, ὑπόγειες, πηγές, χαμένες εἰκόνες, σκηνὲς ποὺ εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν, προσευχὲς ποὺ εἶχαν ἀναπεμφθεῖ, πνεύματα ἀγαθὰ καὶ πονηρά, τὴν ψυχὴ τὴν ἴδια τὸ κάθε τί. Δοκίμαζε τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς γὴς καὶ μετροῦσε τὰ ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τὰ βράχια καὶ τοῦ διηγόντουσαν τὰ παλαίσματα τῶν πρὸ αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καὶ θεράπευε. Ἔψαυε καὶ ἰάτρευε. Ηὔχετο καὶ ἐγένοντο. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν διανοήθηκε νὰ χρησιμοποιήσει τὰ χαρίσματα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ δικό του ὄφελος. Ποτὲ δὲν παρακάλεσε νὰ γίνει καλὰ ἀπὸ δική του ἀρρώστια. Ποτὲ δὲν θέλησε νὰ κερδίσει κάτι ἀπὸ κάποια γνώση ποὺ τοῦ πρόσφερε ἡ θεία Χάρη.

Ἡ διόρασή του, ὅσες φορὲς ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε τὰ ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Μποροῦσε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ βλέπει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον ταυτόχρονα. Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντογνώστης καὶ παντοδύναμος. Κατόπτευε καὶ ψηλαφοῦσε τὴν κτίση ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σύμπαντος μέχρι τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καὶ Ἱστορίας. Ἴσχυε γι’ αὐτὸν τό: “Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ’ οὐδενὸς ἀνακρίνεται” (Ἃ΄ Κόρ. ἲβ΄ 15).

Ἡ ζωὴ μέσα στὴ Χάρη ὅμως εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μας. Καὶ κάθε ἐπιπλέον λέξις θὰ εἶναι αὐδάδης ἐνασχόληση μὲ θέματα ποὺ ἀγνοοῦμε. Αὐτὰ ὁ Γέροντας τὰ τόνιζε πάντοτε σὲ ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τὶς ἱκανότητές του σὲ ἄλλα αἴτια ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικὰ καὶ ξανάλεγε: “Δὲν εἶναι ἐπιστήμη, δὲν εἶναι τέχνη, εἶναι ΧΑΡΙΣ”.

Ἡ ἐπάνοδος στὸν κόσμο
Ὁ μοναχὸς Νικήτας ποτὲ δὲν σκέφθηκε νὰ ἀφήσει τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ νὰ γυρίσει στὸν κόσμο. Ὁ πύρινος θεῖος ἔρωτάς του πρὸς τὸ Σωτήρα Χριστό μας τὸν ἔσπρωχνε νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ὀνειρεύεται νὰ βρεθεῖ στὴν ἀπόλυτη ἔρημο, μόνος μὲ μόνον τὸν ἄκρον τῶν ἐφετῶν, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ.

Ὅμως, μία βαρειὰ πλευρίτιδα, ποὺ ἅρπαξε μαζεύοντας σαλιγκάρια στὰ ἀπόκρημνα βράχια, ἡ ὁποία τὸν βρῆκε καταεξαντλημένο ἀπὸ τὴ συνεχῆ ὑπεράνθρωπη ἄσκηση, ἀνάγκασε τοὺς Γεροντάδες του νὰ τοῦ δώσουν ἐντολὴ νὰ ἐγκατασταθεῖ σ’ ἕνα μοναστήρι στὸν κόσμο, γιὰ νὰ γίνει καλά. Ὑπάκουσε καὶ γύρισε, ἀλλά, μόλις συνῆλθε, ἐπέστρεψε στὴν καλύβη τῆς μετανοίας του. Ξαναρρώστησε ὅμως, καὶ ἔτσι οἱ Γέροντές του μὲ μεγάλη θλίψη τὸν ξαναστειλαν στὸν κόσμο ὁριστικά.

Ἔτσι τὸν βρίσκουμε νὰ μονάζει στὰ δεκαεννέα του χρόνια στὴ Μονὴ Λευκῶν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, κοντὰ στὴ γενέτειρά του. Συνέχισε κι ἐδῶ τὴν ἁγιορείτικη τακτική του, “τὰ ψαλτήρια τοὺ” καὶ τὰ ὅμοια, μόνο ποὺ ἀναγκαστικὰ περιόρισε τὴ νηστεία τοῦ μέχρις ὅτου ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του.

Χειροτονεῖται ἱερεὺς

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ τὸν βρῆκε, ὅταν ἔμενε γιὰ λίγο ἐκεῖ ὡς φιλοξενούμενος ἐπισκέπτης, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σιναίου Πορφύριος ὁ Γ΄. Ἀπὸ τὴ συζήτηση μαζί του διέγνωσε τὴν ἀρετή του καὶ τὰ θεία χαρίσματά του καὶ τόσο ἐντυπωσιάσθηκε, ὥστε στὶς 26 Ἰουλίου τοῦ 1927, ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ τὴν ἑπομένη, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὸν προεχείρισε πρεσβύτερο, ὡς σιναΐτη καὶ τὸν ὀνόμασε Πορφύριο. Οἱ χειροτονίες ἔγιναν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἐν Κύμη ἐπισκοπείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καρυστίας, συμπροσευχομένου καὶ τοῦ τότε Μητροπολίτου αὐτῆς κυροῦ Παντελεήμονος Φωστίνη. Ἦταν τότε ὁ Γέροντας εἰκοσιενὸς μόνο ἐτῶν.

Πνευματικὸς
Στὴ συνέχεια ὁ τότε ἐπιχώριος Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων τοῦ ἀνέθεσε, μὲ τὴν κεκανονισμένη ἐνταλτήρια ἐπιστολή, ἔργον πνευματικοῦ. “Δεικνύς τὸ ἀνθρώπινον” ὁ Γέροντας καὶ “φιλοπόνως” ἐργαζόμενος τὸ δοθὲν σ’ αὐτὸν νέο τάλαντον μελέτησε τὸ Ἐξομολογητάριον. Ἀλλ’ ὅταν ἐδοκίμασε νὰ ἐφαρμόσει κατὰ γράμμα τὰ ἀναγραφόμενα σ’ αὐτὸ ἐπιτίμια, διαπίστωσε ὅτι χρειαζόταν ἐξατομικευμένη μεταχείριση τῶν πιστῶν καὶ πολὺ προβληματίστηκε. Ἀλλὰ βρῆκε στὸν Ἅγιο Βασίλειο τὴ λύση, ποὺ συμβουλεύει: “Πάντα δὲ ταῦτα γράφομεν, ὥστε τοὺς καρποὺς δοκιμάζεσθαι τῆς μετανοίας. Οὐ γὰρ πάντως τῷ χρόνω κρίνομεν ταῦτα, ἀλλὰ τῷ τρόπω τῆς μετανοίας προσέχομεν” (Ἐπιστ., 217, ἄρ. 84). Καὶ ἀποστήθισε τὴ συμβουλὴ καὶ τὴν ἐφάρμοσε. Μέχρι τὰ βαθειά του γεράματα τὴν ὑπενθύμιζε στοὺς νεώτερους πνευματικούς.

Ἔτσι ὡριμασμένος ὁ νεαρὸς ἱερομόναχος Πορφύριος ἄσκησε εὐδοκίμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ στὴν Εὔβοια μέχρι τὸ 1940. Ἀναδεχόταν καθημερινῶς τὶς ἐξομολογήσεις πλήθους πιστῶν, πολλὲς μάλιστα φορὲς γιὰ πολλὲς ἀδιάκοπες ὧρες. Γιατί ἡ φήμη του ὡς πνευματικοῦ, γνώστου της ψυχῆς καὶ ἀσφαλοῦς ὁδηγοῦ, πολὺ σύντομα διαδόθηκε στὰ περίχωρα καὶ πολὺς κόσμος συνέρεε στὸ ἐξομολογητήριό του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Λευκῶν, κοντὰ στὸ Αὐλωνάρι τῆς Εὐβοίας, ὥστε μερικὲς φορὲς νὰ περνᾶ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα χωρὶς διακοπῆ καὶ χωρὶς ἀνάπαυση, στὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου καὶ Μυστηρίου. Τοὺς προσερχομένους βοηθοῦσε καὶ μὲ τὸ διορατικό του χάρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς ὁδηγοῦσε στὴν αὐτογνωσία, τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Μὲ τὸ ἴδιο χάρισμα ἀποκάλυπτε καὶ πολλὲς πλεκτάνες τοῦ πονηροῦ καὶ ἔσωζε ψυχὲς ἀπὸ τὰ δίκτυά του καὶ τὶς μεθοδεῖες του.

Αρχιμανδρίτης
Τὸ 1938 τοῦ ἀπονεμήθηκε, καὶ πάλι ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Καρυστίας, τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη: “πρὸς βράβευσιν τῶν ὑπηρεσιῶν σου, ἂς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας προσήνεγκας μέχρι σήμερον ὡς Πνευματικὸς Πατὴρ καὶ διὰ τὰς χρηστᾶς ἐλπίδας, ἂς τρέφει εἰς σὲ ἡ Ἁγία ἠμῶν Ἐκκλησία”, ὅπως ἐπὶ λέξει γράφει τὸ ὑπ’ ἀριθμ. πρώτ. 92/10-2-1938 ἔγγραφόν του ἐν λόγω Μητροπολίτου, τοῦ ὁποίου, πράγματι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώθηκαν οἱ χρηστὲς ἐλπίδες.

Ἐφημέριος στοὺς Τσακαίους Εὐβοίας καὶ στὴ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας
Γιὰ λίγους μῆνες τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Μητροπολίτη ἱερέας στὸ χωριὸ Τσακαῖοι τῆς Εὔβοιας, ὅπου ἡ ἀγαθὴ ἀνάμνηση τοῦ περάσματός του διατηρεῖται ἀκόμη σὲ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς παλαιότερους. Γύρω στὸ 1938 τὸν βρίσκουμε ἐγκατεστημένο στὴν ἐγκαταλελειμμένη καὶ ἐρειπωμένη (τότε) ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἄνω Βάθειας Εὐβοίας, ποὺ ὑπάγεται στὴν ἱερὰ Μητρόπολη Χαλκίδας. Εἶχε ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἄγ. Χαραλάμπους, ἐπειδὴ μετετράπη σὲ γυναικεία.

Στὴν ἔρημό της Ὁμονοίας
Ἐνῶ ἡ λαίλαπα τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου προσήγγιζε τὴν Ἑλλάδα, ὁ πανάγαθος Κύριος ἐπιστράτευσε τὸν πιστὸ δοῦλο τοῦ Πορφύριο σὲ νέα ὑπηρεσία, πλησιέστερη πρὸς τὸ δοκιμαζόμενο λαό του. Ἀπὸ τὶς 12 Ὀκτωβρίου 1940 τοῦ ἀνατέθηκαν καθήκοντα προσωρινοῦ ἐφημέριου στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, ποὺ βρίσκεται στὴ γωνία τῶν ὁδῶν Σωκράτους καὶ Πειραιῶς, δίπλα στὴν Ὁμόνοια. Στὴ θέση αὐτὴ ζήτησε ὁ ἴδιος νὰ διορισθεῖ, διότι, ἀπὸ μεγάλη καὶ σφοδρὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πάσχοντα συνάνθρωπο, ἤθελε νὰ βρίσκεται κοντά του στὶς δυσκολοτέρες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ὅταν ὁ πόνος καὶ ἡ νόσος καὶ ὁ ἐπικείμενος θάνατος ἀπεδείκνυαν ἄχρηστες ὅλες τὶς ἄλλες ἐλπίδες, ἐκτός της ἐλπίδας τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸ διορισμὸ στὴ θέση αὐτὴ ὑπῆρχε καὶ ἄλλος ἐνδιαφερόμενος μὲ μεγάλα τυπικὰ προσόντα, ἀλλὰ ὁ Κύριος φώτισε τὸ διευθύνοντα στὴν Πολυκλινικὴ νὰ προτιμήσει τὸν ἀγράμματο κατὰ κόσμον καὶ σοφὸ κατὰ Θεόν, ταπεινό, ἀλλὰ χαριτωμένο Πορφύριο. Γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ αὐτὴ ὁ ἐπιλέξας ἔχαιρε ἀργότερα καὶ διηγεῖτο ἔκθαμβος ὅτι βρῆκε ἀληθινὸ ἱερέα λέγοντας: “Βρῆκα παπὰ τέλειο, ὅπως τὸν θέλει ὁ Χριστός”.

Στὴν Πολυκλινικὴ ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ ἐφημέριου ἐπὶ τριάντα συνεχῆ ἔτη ὡς ἐν ἐνεργεία ἐφημέριος καὶ ἐπὶ τρία ἐν συνέχεια οἰκειοθελῶς καὶ περιορισμένος κάπως, πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναζητούντων αὐτῶν ἐκεῖ πνευματικῶν του τέκνων. Ἀσκήθηκε συνολικὰ 33 ἔτη στὴν ἔρημό της Ὁμονοίας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἀντὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅπως ποθοῦσε ἡ ψυχή του. Ἐδῶ, παραλλήλως πρὸς τὸ ἔργο τοῦ ἐφημερίου, τὸ ὁποῖο ἀσκοῦσε μὲ τέλεια εὐλάβεια καὶ ἀφοσίωση, τελώντας μὲ θαυμαστὴ ἱεροπρέπεια τῆς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ἐξομολογώντας, νουθετώντας καὶ θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς καὶ πολλάκις καὶ τὶς σωματικὲς ἀρρώστιες τῶν ἀσθενῶν, ἀσκοῦσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ γιὰ ὅλους ὅσους πήγαιναν σ’ αὐτόν.

“Ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὔσιν μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἳ χεῖρες αὖται” (Πράξ., κ΄, 34)
Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐλλείψει τυπικῶν προσόντων, ἐλάμβανε ὡς ἐφημέριος της Πολυκλινικῆς γλισχρότατες ἀποδοχές, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ τὴ συντήρηση τόσο τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅσον καὶ τῶν γονέων του καὶ μερικῶν ἄλλων στενῶν οἰκείων του, τῶν ὁποίων τὴν προστασία εἶχε ἀναλάβει. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐργασθεῖ βιοποριστικὰ καὶ ὀργάνωσε μαζί τους διαδοχικὰ ὀρνιθοτροφεῖο καὶ πλεκτήριο. Ἐπιπλέον, ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ μυσταγωγικότερη τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ἐπιδόθηκε στὴ σύνθεση ἀρωμάτων, καταλλήλων γιὰ τὴν παρασκευὴ τοῦ χρησιμοποιουμένου στὴ θεία λατρεία μοσχοθυμιάματος, ἐπιτυγχάνοντας ἄριστα ἀποτελέσματα. Μάλιστα, κατὰ τὴν δεκαπενταετία τοῦ 1970 εἶχε ἐπιτύχει τὴν πρωτότυπη ἐφεύρεση, νὰ ἑνοποιήσει τὸ καρβουνάκι μὲ τὸ ἄρωμα τοῦ θυμιάματος καὶ νὰ θυμιατίζει μόνο μὲ τὸ ἰδικὴς τοῦ συνθέσεως σιγοκαῖον καρβουνάκι, τὸ ὁποῖο ἀπέπνεε πνοὴ εὐωδίας πνευματικῆς.

Ἅγιος Νικόλαος Καλλισίων
Ἀπὸ τὸ 1955 εἶχε μισθώσει ἀπὸ τὴν ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης τὸ εὑρισκόμενο στὴν Παλαιὰ Πεντέλη μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μὲ τὴν ἀγροτικὴ περιοχή του, τὴν ὁποία καλλιεργοῦσε συστηματικὰ καὶ φιλόπονα, θέλοντας νὰ συστήσει ἐκεῖ τὸ ἡσυχαστήριο, ποὺ τελικὰ ἐγκατέστησε ἀλλοῦ. Βελτίωσε τὶς πηγές, κατασκεύασε ἀρδευτικὸ δίκτυο, φύτευσε πολλὰ δένδρα καὶ μὲ σκαπτικὸ μηχάνημα, τὸ ὁποῖο χειριζόταν ἰδιόχειρα, καλλιεργοῦσε τὴ γῆ. Ὅλα δὲ αὐτὰ παράλληλα πρὸς τὸ νυχθήμερο ἐφημεριακὸ καὶ ἐξομολογητικό του ἔργο.

Ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως τὴν ἐργασία καὶ καμιὰ ἀνάπαυση δὲν ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ἀπὸ πείρα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτό, ποὺ γράφει ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: “Ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ ἐν ἀναγκαις χαίρουσιν, ὁ δὲ διάβολος καὶ οἱ ἐργᾶται αὐτοῦ ἐν ἀναπαύσει”.

Ἀποχωρεῖ ἀπὸ τὴν Πολυκλινικὴ
Στὶς 16.3.1970 ἔλαβε μικρὴ σύνταξη ἀπὸ τὸ Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος, ὡς συμπληρώσας τριακονταπενταετία καὶ ἀποχώρησε τυπικὰ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὴν Πολυκλινικὴ.

Παρέμεινε ὅμως κατ’ οὐσίαν λίγο ἀκόμη, μέχρι προσλήψεως τοῦ διαδόχου του. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ταῦτα συνέχισε γιὰ λίγο διάστημα νὰ μεταβαίνει στὴν Πολυκλινική, γιὰ νὰ συναντᾶ τὰ πολυπληθῆ πνευματικά του τέκνα, ποὺ τὸν ἀναζητοῦσαν ἐκεῖ. Τελικά, γύρω στὸ 1973, περιόρισε στὸ ἐλάχιστο τὶς μεταβάσεις του στὴν Πολυκλινικὴ καὶ δεχόταν τὰ πνευματικά του τέκνα στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων Πεντέλης, ὅπου λειτουργοῦσε καὶ ἐξομολογοῦσε.

“Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται”
Ὁ Γέροντας Πορφύριος πέρα ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀσθένειά του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, δοκιμάσθηκε καὶ μὲ πολλὲς ἄλλες, κατὰ καιρούς, ἀσθένειες.

Πρὸς τὸ τέλος τῆς ὑπηρεσίας του στὴν Πολυκλινικὴ ἀρρώστησε ἀπὸ πάθηση τῶν νεφρῶν καὶ ἐγχειρίσθηκε πολὺ καθυστερημένα. Αὐτὸ ἔγινε, διότι ἐργαζόταν ἀκούραστα, παρὰ τὴν ἀσθένειά του. Εἶχε συνηθίσει νὰ ὑπακούει “μέχρι θανάτου” καὶ ἔτσι ὑπάκουσε ἀκόμη καὶ στὸ Διευθυντὴ τῆς Πολυκλινικῆς, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ ἀναβάλει τὴν ἐγχείρηση, γιὰ νὰ νὰ ἐκτελέσει τὶς Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος… Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ περιέλθει σὲ κωματώδη κατάσταση καὶ νὰ εἰδοποιηθοῦν οἱ οἰκεῖοι του ἀπὸ τοὺς ἰατροὺς νὰ μεριμνήσουν γιὰ τὴν κηδεία του. Ἀλλὰ ὁ Γέροντας ἐπανῆλθε στὴν κατὰ σάρκα ζωή, γιὰ νὰ συνεχίσει νὰ ὑπηρετεῖ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.

Παλαιότερα εἶχε ὑποστεῖ καὶ κάταγμα τοῦ ποδιοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο διηγήθηκε ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς μερίμνης γι’ αὐτὸν τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, στὸ ναΰδριο τοῦ ὁποίου, στὴν Πολυκλινική, ἱερουργοῦσε.

Ἐπίσης, λόγω τῶν κόπων τοῦ κατὰ τὴ μεταφορὰ βαριῶν φορτίων στὸ σπίτι του στὰ Τουρκοβούνια, ὅπου ἔμενε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἐπεδεινώθη ἡ κήλη του, ἀπὸ τὴν ὁποία πολὺ ἐταλαιπωρεῖτο μέχρι τῆς κοιμήσεώς του.

Στὶς 20.8.1978, εὐρισκόμενος στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, ὑπέστη ἔφραγμα τοῦ μυοκαρδίου καὶ μεταφέρθηκε ἐπειγόντως στὸ νοσηλευτήριο “Ὑγεία”, ὅπου ἐνοσηλεύθη ἐπὶ 20ήμερον. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν κλινική, συνέχισε τὴ νοσηλεία του σὲ σπίτια μερικῶν πνευματικῶν του παιδιῶν μέσα στὴν Ἀθήνα, γιατί στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων δὲν μποροῦσε νὰ μεταβεῖ ἐλλείψει δρόμου, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ διανύσει πεζὸς μεγάλη ἀπόσταση, ἐνῶ τὸ σπίτι του στὰ Τουρκοβούνια δὲν παρεῖχε οὔτε τὶς στοιχειωδέστερες ἀνέσεις καί, ἀκόμα, γιατί ἔπρεπε νὰ εἶναι κοντὰ στοὺς γιατροὺς.

Ἀργότερα, ὅταν πλέον εἶχε ἐγκατασταθεῖ σὲ προχειρότατο οἰκίσκο τοῦ κατασκευαζομένου στὸ Μήλεσι μετοχίου τοῦ Ἡσυχαστηρίου ποὺ εἶχε ἱδρύσει, ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση καταρράκτη στὸ ἀριστερὸ μάτι καὶ ἀπὸ σφάλμα τοῦ γιατροῦ καταστράφηκε τὸ μάτι καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια (1987) ὁ Γέροντας τυφλώθηκε ἐντελῶς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐγχειρήσεως ὁ γιατρός, χωρὶς τὴν ἔγκριση τοῦ Γέροντα, ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στὰ φάρμακα καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη στὴν κορτιζόνη, τοῦ ἔκανε ἔνεση ἰσχυρῆς δόσεως κορτιζόνης. Συνέπεια αὐτοῦ ἦταν ὅτι ὑπέστη μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο συνεχεῖς γαστρορραγίες ποὺ ἐπαναλαμβανόντουσαν ἐπὶ τρίμηνον καὶ πλέον.

Ἐξαιτίας τῆς καταστάσεως αὐτῆς δὲν μποροῦσε νὰ τραφεῖ κανονικὰ καὶ διατηρήθηκε μὲ μερικὲς κουταλιὲς γάλα καὶ νερὸ τὴν ἡμέρα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φτάσει στὸν ἔσχατο βαθμὸ τῆς ἐξαντλήσεως, μέχρι σημείου νὰ μὴ μπορεῖ οὔτε καθιστὸς νὰ σταθεῖ. Τοῦ ἔγιναν περίπου 12 μεταγγίσεις, ὅλες στὸ κατάλυμά του στὸ Μήλεσι καὶ τελικῶς ἐπεβίωσε, χάριτι Θεοῦ, παρ’ ὅλον ὅτι καὶ πάλι δρασκέλισε τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου.

Ἔπασχε ἐπίσης ἀπὸ σταφυλοκοκκικὴ δερματίτιδα στὸ χέρι, χρονία βρογχίτιδα καὶ ἀδένωμα (καρκίνο) τῆς ὑποφύσεως στὸ κρανίο.

Ἀπὸ τότε διεταράχθη σφοδρὰ ἡ σωματική του ὑγεία, ἀλλὰ συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ πνευματικοῦ συμβούλου καί, ὅσο μποροῦσε, τοῦ ἐξομολόγου, διεκπεραιώνοντας αὐτὰ πάρα πολλὲς φορὲς μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους.

Ἀποκαλυπτικὴ καὶ συγκλονιστικὴ μαρτυρία γιὰ τὶς ἀσθένειες καὶ τὴν ἰώβειο ὑπομονὴ τοῦ Γέροντα ἀπέναντι σ’ αὐτὲς ἀποτελεῖ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γεωργίου Παπαζάχου (περιοδ. Σύναξη, Ἰαν.-Μάρτιος 2002, σέλ. 93-97), ἐπίκουρου Καθηγητῆ τῆς Καρδιολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ θεράποντος ἰατροῦ τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.

Ἡ πνευματικὴ διαθήκη του
Ἀγαπητὰ πνευματικά μου παιδιὰ,

Τώρα ποὺ ἀκόμη ἔχω τὰς φρένας μου σώας, θέλω νὰ σᾶς πῶ μερικὲς συμβουλές. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὅλο στὶς ἁμαρτίες ἤμουνα. Καὶ ὅταν μὲ ἔστελνε ἡ μητέρα μου νὰ φυλάξω τὰ ζῶα στὸ βουνό, γιατί ὁ πατέρας μου, ἐπειδὴ ἤμασταν πτωχοί, εἶχε πάει στὴ διώρυγα τοῦ Παναμά, γιὰ ἐμᾶς τὰ παιδιά του, ἐκεῖ ποὺ ἔβοσκα τὰ ζῶα, συλλαβιστὰ διάβαζα τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καὶ πάρα πολὺ ἀγάπησα τὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ ἔκανα πάρα πολλὲς προσευχές, σὰν μικρὸ παιδὶ ποὺ ἤμουνα 12-15 χρόνων, δὲν θυμᾶμαι ἀκριβῶς καλά. Καὶ θέλοντας νὰ τὸν μιμηθῶ, μὲ πολὺ ἀγώνα, ἔφυγα ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου κρυφὰ καὶ ἦλθα στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ὑποτάχθηκα σὲ δύο Γέροντες αὐταδέλφους, Παντελεήμονα καὶ Ἰωαννίκιο. Μοῦ ἔτυχε νὰ εἶναι πολὺ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι καὶ τοὺς ἀγάπησα πάρα πολὺ καὶ γι’ αὐτό, μὲ τὴν εὐχή τους, τοὺς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Αὐτὸ μὲ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πέρασα πάρα πολὺ καλά. Ἀλλά, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀρρώστησα πολὺ καὶ οἱ Γέροντές μου μοῦ εἶπαν νὰ πάω στοὺς γονεῖς μου στὸ χωριό μου εἰς τὸν Ἅγιο Ἰωάννην Εὐβοίας.

Καὶ ἐνῶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχα κάνει πολλὲς ἁμαρτίες, ὅταν ξαναπῆγα στὸν κόσμο, συνέχισα τὶς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες μέχρι σήμερα ἔγιναν πάρα πολλές. Ὁ κόσμος ὅμως μὲ πῆραν ἀπὸ καλὸ καὶ ὅλοι φωνάζουνε ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἐγὼ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ὅσα ἐνθυμόμουνα βεβαίως τὰ ἐξομολογήθηκα καὶ γνωρίζω ὅτι γι’ αὐτὰ ποὺ ἐξομολογήθηκα μὲ συγχώρησε ὁ Θεός, ἀλλὰ ὅμως τώρα ἔχω ἕνα συναίσθημα ὅτι καὶ τὰ πνευματικά μου ἁμαρτήματα εἶναι πάρα πολλὰ καὶ παρακαλῶ ὅσοι μὲ ἔχετε γνωρίσει νὰ κάνετε προσευχὴ γιὰ μένα, διότι καὶ ἐγώ, ὅταν ζοῦσα, πολὺ ταπεινὰ ἔκανα προσευχὴ γιὰ σᾶς. Ἀλλὰ ὅμως, τώρα ποῦ θὰ πάω γιὰ τὸν οὐρανό, ἔχω τὸ συναίσθημα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ πῆ: Τί θέλεις ἐσὺ ἐδῶ; Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ τοῦ πῶ: Δὲν εἶμαι ἄξιος, Κύριε, γιὰ ἐδῶ, ἀλλὰ ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη σου ἂς κάμη γιὰ μένα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, δὲν ξέρω τί θὰ γίνη. Ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ ἐνεργήση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Καὶ πάντα εὔχομαι τὰ πνευματικά μου παιδιὰ νὰ ἀγαπήσουν τὸ Θεό, ποὺ εἶναι τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ μποῦμε στὴν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία του. Γιατί ἀπὸ ἐδῶ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε. Ἐγὼ πάντα εἶχα τὴν προσπάθεια νὰ προσεύχωμαι καὶ νὰ διαβάζω τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων μας καὶ εὔχομαι καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο. Ἐγὼ προσπάθησα μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ νὰ πλησιάσω τὸν Θεὸ καὶ εὔχομαι καὶ σεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο.

Παρακαλῶ ὅλους σας νὰ μὲ συγχωρέσετε γιὰ ὅ,τι σᾶς στενοχώρησα

Ἱερομόναχος Πορφύριος

Ἐν Καυσοκαλυβίοις τὴ 4/17 Ἰουνίου 1991

Ὁ Γέροντας Πορφύριος κοιμήθηκε στὶς 2 Δεκεμβρίου 1991 στὸ Κελί του στὰ Καυσοκαλύβια.

Ἀπὸ τὸ https://www.porphyrios.net/

Γεννήθηκε στὴν Δρούσια, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Πάφου τῆς νήσου τῶν Ἁγίων, τὴν 1η Ἰουλίου 1921. Ἡ μητέρα τοῦ Εὐγενία γέννησε ὅταν ἦταν ἑφτὰ μηνῶν τὸ μικρὸ παιδί της στὸ μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων της Γιόλου, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων. Ἡ μητέρα τοῦ νόμισε ὅτι τὸ παιδὶ ἦταν νεκρό, καὶ ὅμως ἔζησε. Τὸ βρέφος ἔλαβε κατὰ τὴν βάπτιση τὸ …ὄνομα Σωκράτης.
Ὁ μικρὸς Σωκράτης μεγάλωσε κοντὰ στοὺς ἀγρότες γονεῖς τοῦ ζώντας ἀπὸ μικρὸς τὴν σκληρὴ ζωή. Μόλις κατόρθωσε νὰ τελειώσει τὴν τετάρτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, γιατί ἦταν ἀπαραίτητος στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Μέχρι τὰ δεκαπέντε του χρόνια παρέμενε στὸ χωριό του.
Τὸ 1936 μετὰ ἀπὸ θεϊκὴ κλήση προσῆλθε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου μὲ τὶς εὐχὲς τῶν γονέων του. Ἐκεῖ ἐκάρη ρασοφόρος μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σωφρόνιος. Παρέμεινε 10 χρόνια στὴν Μονὴ καὶ μὲ τὴν παρότρυνση καὶ εὐλογία τοῦ Γέροντος Κυπριανοῦ, πνευματικοῦ της Μονῆς, ἐγκαταβίωσε στὸ Ἅγιον Ὅρος μετὰ ἀπὸ μία σύντομη ἐπίσκεψη στοὺς Ἁγίους Τόπους.
Ἀρχὲς τοῦ 1947 βρίσκεται στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης σὲ κάποιους συμπατριῶτες του ποὺ μόναζαν ἐκεῖ, ἐνῶ τὸ καλοκαίρι τοῦ ἴδιου ἔτους γνωρίζεται μὲ τὸν μακάριο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή. Ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος κατάλαβε τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἠσυχαστοῦ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ γίνει ὑποτακτικός του. Ὁ μακάριος Γέροντας στὴν ἀρχὴ ἀρνήθηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ «πληροφορία» ποὺ ἔλαβε, τὸν δέχθηκε στὴν συνοδεία του.
Ἐκεῖ στὴν καλύβη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μικρῆς Ἁγίας Ἄννης ἐκάρη μεγαλόσχημος λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Ἰωσὴφ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου (11/24 Ἀπριλίου) τοῦ 1948. Τὸ 1951 ἡ συνοδεία μεταφέρθηκε στὰ ἡσυχαστικὰ κελλιὰ τῆς Νέας Σκήτης κοντὰ στὸν Πύργο. Ὁ μακάριος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς κοιμήθηκε ὀσιακῶς τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1959. Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Ἰωσὴφ ἱκανοποίησε τὸν βαθύτατο πόθο τῆς ψυχῆς τοῦ κοντὰ στὸν μεγάλο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ συνασκήθηκε μὲ τὸν π. Θεοφύλακτο στὸ κελλὶ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων της Νέας Σκήτης ἀπὸ τὸ 1951 ὡς τὸ 1959. Κατόπιν μεταφέρθηκε στὸ ἐρημικὸ τμῆμα τῆς Νέας Σκήτης ὅπου οἰκοδόμησε μὲ τὰ χέρια τοῦ μία ξηροκαλύβα ὅπου ἀσκήθηκε ἄλλα ὀκτὼ χρόνια καὶ τὸ 1967 μετοίκισε στὴν κοντικὴ καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε ἀναχωρήσει ὁ παραδελφὸς τοῦ Γέροντας Ἐφραὶμ (μετέπειτα ἡγούμενος Ι. Μ. Φιλοθέου) μὲ τὴν συνοδεία του γιὰ νὰ μείνουν στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ἀρτεμίου στὴν Προβάτα.
Μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κυροῦ Δημητρίου καὶ προτροπὴ τῶν πατέρων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἔφυγε ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη τὸν Μάϊο τοῦ 1975 καὶ ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ πατρότητα τῆς Μονῆς, στὴν ὁποία παρέμεινε μέχρι τὸ 1977.

Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κύπρο μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ μακαρίου Γέροντος Παϊσίου καὶ ἐγκαταβίωσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Σταυροῦ Μίνθης. Τὴν 25η Μαρτίου τοῦ 1978 ἐνεθρονίσθη ἡγούμενος. Ἐδῶ συγκαταριθμήθηκαν στὴν συνοδεία τοῦ ὁ νῦν μητροπολίτης Λεμεσοὺ κ. Ἀθανάσιος καὶ ὁ Καθηγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου Γέροντας Ἐφραὶμ.
Στὶς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1981 ἐπιστρέφει στὸ Ἅγιον Ὅρος μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του καὶ παραμένει στὸ Σιμωνοπετρίτικο κελλὶ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν Καψάλα μέχρι τὶς 23 Ἀπριλίου 1982, ποὺ μεταβαίνει καὶ πάλι στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1983 ἐγκαταβιώνει ξανὰ στὴν καλύβη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν Νέα Σκήτη. Ἐκεῖ αὐξάνεται ἡ συνοδεία του καὶ στὶς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1987 κατόπιν προσκλήσεως τῶν Γερόντων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἔρχεται στὴν Μονὴ μὲ ἕνα μέρος τῆς συνοδείας του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1989 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ ὅλη ἡ συνοδεία στὴν Μονὴ γιὰ νὰ παραλάβει τὴν διοίκησή της. Στὶς 16/29 Ἀπριλίου τοῦ 1990 γίνεται ἡ κοινοβιοποίηση τῆς Μονῆς καὶ ἡ ἐκλογὴ καὶ ἐνθρόνιση τοῦ πρώτου ἡγουμένου τοῦ Κοινοβίου, ἀρχιμανδρίτου Ἐφραίμ. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ἦταν καὶ παρέμεινε ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου μέχρι καὶ τὴν κοίμησή του, ποὺ συνέβη τὴν 1 Ἰουλίου 2009.
Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ συνέχισε τὴν πνευματικὴ ἐργασία ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, ἔζησε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὡς ἡσυχαστής. Ἐπεδίωκε τὴν ἀφάνεια. Δὲν ζήτησε ἀνθρωπίνους ἐπαίνους καὶ δόξες. Δεχόταν μὲ ταπείνωση, ἀνεξικακία καὶ χωρὶς γογγυσμὸ τὴν περιφρόνηση, τὴν καταφρόνηση, τὴν ἐξουθένωση, τὶς κατηγορίες, τὶς συκοφαντίες. Εἶχε «σπλάχνα οἰκτιρμῶν» καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ χωροῦσε καὶ σὺγ-χωροῦσε ὅλους, διότι εἶχε χωρέσει μέσα τοῦ τὸν Χριστό.
Στὰ δεκαέξι βιβλία του, ποὺ μᾶς ἄφησε ὡς πνευματικὴ κληρονομιά, καταγράφει καὶ ἑρμηνεύει θέματα «πράξεως καὶ θεωρίας». Προσπαθεῖ νὰ ὁδηγήσει μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἐμπνέει στὸν «καλὸν ἀγώνα». Ἰδιαίτερα τόνιζε τὸ ἄπειρο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας καὶ φιλευσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέχεται τὸν μετανοοῦντα καὶ ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλό. Φανερώνει τοὺς κινδύνους τῆς πλάνης του βασικοῦ καὶ αἰωνίου ἐχθροῦ του ἀνθρώπου, τοῦ διαβόλου, ἰδιαίτερα δὲ κτυπᾶ τὴν ἀποθάρρυνση ποὺ στὶς ἡμέρες μᾶς χρησιμοποιεῖται ἀπὸ αὐτόν. Μιλοῦσε δὲ μὲ πόθο γιὰ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν υἱοθεσία καὶ τὸν θεανθρωπισμὸ ποὺ ἀρχίζουν οἱ «βεβαιόπιστοι» νὰ γεύονται μὲν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ τὸ πλήρωμά τους θὰ τοὺς δοθεῖ στὰ ἔσχατα.

Αὐτὰ τὰ ἐπουράνια ἀγαθά, τὰ ὁποία ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Ἃ΄ Κόρ. 2,9) ἀπολαμβάνει τώρα ὁ μακάριος Γέροντας.

Ἀπὸ τὸ https://el-gr.facebook.com/geroniosif?v=info

Ὁ βίος του

Ὁ πάπα- Ἐφραιμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε τὸ 1912 στὸ Ἀμπελοχώρι Θηβῶν. Ὁ πατέρας τοῦ ὀνομάζονταν Ἰωάννης Παπανικήτας καὶ ἡ μητέρα τοῦ Βικτορία.

Ὁ Γέροντας εἶχε σὰν κοσμικὸς τὸ ὄνομα Εὐάγγελος. Τελείωσε τὸ Γυμνάσιο ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔκλεινε στὸν Εὐάγγελο τὶς κοσμικὲς θύρες τῆς ἀποκατάστασης. Στὴν Θήβα, ὅπου εἶχε μετακομίσει ἡ οἰκογένειά του, ὁ Εὐάγγελος γνώρισε τοὺς γεροντάδες τοῦ τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Νικηφόρο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Εὐάγγελου ἦταν καλογερική. Ἀγωνίζονταν πνευματικὰ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, τὶς μετάνοιες, τὴν νηστεία καὶ κυρίως μὲ τὴν ὑπακοή.

Ἡ μητέρα τοῦ ἀξιώθηκε νὰ λάβει πληροφορία ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο ὅτι τὸ θέλημα τοῦ υἱοῦ της νὰ γίνει μοναχὸς ἦταν καὶ θέλημα Θεοῦ καὶ πῶς ὁ Εὐάγγελος θὰ τιμήσει τὴν μοναχικὴ ζωή.
Τὴν 14η Σεπτεμβρίου 1933 ὁ Εὐάγγελος ἄφησε τὸν κόσμο ἦλθε στὴν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους στὰ Κατουνάκια, στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου καὶ ἔβαλε μετάνοια στὴν συνοδεία τῶν Γεροντάδων Ἐφραὶμ καὶ Νικηφόρου. Μετὰ τὴν δοκιμασία τοῦ ἐκάρη μικροσχημος μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λογγίνος.

Τὸ 1935 ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα τοῦ Νικηφόρο καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἐφραίμ. Τὸν ἑπόμενο χρόνο χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ ἀξιώθηκε καὶ γνώρισε τὸν πρύτανη τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς τὸν διορατικό, προορατικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστὴ (1898 -1959) καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ μαζί του μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντα τοῦ Νικηφόρου. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ μὲ τὴν σειρὰ τοῦ εἶχε διδαχθεῖ τὴν ἀπλανῆ πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ τοὺς περίφημους ἡσυχαστὲς μοναχὸ Καλλίνικο καὶ Ἱερομόναχο Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ πάπα-Ἐφραὶμ μᾶς διδάσκει τὴν ἐπίμονη ἀναζήτηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀνεύρεση ἀπλανοῦς πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ποῦ θὰ εἶναι «Ἐκδόσεις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως». Ὁ ἀπλανὴς πνευματικὸς βλέπει τὶς δαιμονικὲς πλάτες καὶ μὲ τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα ὁδηγεῖ τὰ πνευματικὰ παιδιά του στὸν Παράδεισο.
Ὁ μακαριστὸς πάπα-Ἐφραὶμ διαχώρισε τὴν γνήσια ὑπακοὴ ἀπὸ τὴν ἀρρωστημένη ὅταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχὸ νὰ κάνει ὑπακοὴ στὸν Γέροντα τοῦ ὄχι σὰν ζῶο ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ζῆλο Θεοῦ.
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς ἔδωσε ἕνα πρόγραμμα ἡσυχαστικῆς ζωῆς στὸν πάπα-Ἐφραίμ, γιὰ νὰ καλλιεργεῖ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ», νὰ ἔχει φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν κάθαρση τῆς καρδίας καὶ τὸν θεῖο φωτισμό.
Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ἐντρύφησε στὴν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» καὶ ἐλάμβανε τὶς συμβουλὲς τῶν Νηπτικῶν Πατέρων γιὰ τὸν ἀγώνα του. Δὲν διάβαζε οὔτε βιβλία ψυχιατρικῆς, οὔτε «κουλτουριάρικα» ἀναγνώσματα διὰ πνευματικὲς ἐπιδείξεις στὰ σαλόνια, οὔτε εἶχε τὸν φόβο μήπως τὸν ἀποκαλέσουν οἱ κοσμικοὶ κύκλοι «φονταμενταλιστή».
Τὸ 1973 ἐκοιμήθη ὁ Ἱερομόναχος Νικηφόρος ὁ Γέροντας τοῦ πάπα-Ἐφραίμ. Ὁ Γέροντας μετὰ τὸ 1980 εἶχε συγκροτήσει συνοδεία καὶ τήρησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ νὰ ἀποκτήσει συνοδεία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πάπα-Νικηφόρου. Ἑπομένως ὁ πάπα-Ἐφραὶμ πρῶτα ἔφθασε στὴν κάθαρση καὶ κατόπιν ἔγινε ὁ ἴδιος Γέροντας.

Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ πολέμησε τὸν μεγάλο ἐχθρό της πνευματικῆς ζωῆς τὴν κενοδοξία. Οἱ θυσίες τοῦ γίνονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ προσδοκώμενο ἔπαινο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ θ. Λειτουργία γιὰ τὸν πάπα-Ἐφραὶμ ἦταν συγκλονιστικὸ καὶ βιωματικὸ γεγονός. Εἶχε ἐκμυστιρευθεῖ σὲ Ἱερομόναχο πνευματικὸ φίλο του ὅτι ἀπὸ τὴν πρώτη θεία Λειτουργία ποῦ τέλεσε, ἔβλεπε αἰσθητὰ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταβάλλει τὰ θεία δῶρα. Μάλιστα, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων, ἔβλεπε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ μέσα στὸ δισκάριο καὶ ἦταν ἀδύνατον νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του, ὅταν ἔφθανε στὸ τεμαχισμὸ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔβρεχε μὲ τὰ δάκρυα τοῦ τὸ ἀντιμήνσιο κατὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ἔβλεπε δεξιὰ καὶ ἀριστερά τους ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν.
Ὅμως ὁ πάπα-Ἐφραὶμ δὲν ἀναφέρθηκε ποτὲ σὲ «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» καὶ μάλιστα ζητοῦσε σὲ κοινοβιάτες, ποῦ βρίσκονταν στὰ ἐξωτερικὰ διακονήματα νὰ μὴ παραλείπουν τὸ ψαλτήρι.

Ὁ πάπα- Ἐφραὶμ ἦταν κοσμημένος μὲ τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ κατάσταση κάθε κληρικοῦ ἢ μοναχοῦ καὶ ἔδιδε τὰ κατάλληλα πνευματικὰ φάρμακα γιὰ τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωὴ.

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶχε κοσμήσει τὸν πάπα- Ἐφραὶμ καὶ μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα, γὶ ‘αὐτὸ καὶ ἔβλεπε καταστάσεις ποῦ ἔρχονταν (ὅπως ὁ σεισμὸς τοῦ 1977 στὴν Θεσσαλονίκη), ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε προσφωνήσει λαϊκοὺς ἀκόμα καὶ μικρὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὀνόματα ποῦ ἔλαβαν μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν μοναχική τους κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητὴς ἔστειλε μία περιληπτικὴ καὶ χωρὶς λεπτομέρειες ἐπιστολὴ στὸν μακαριστὸ Γέροντα καὶ ἔλαβε ἀπάντηση ἀπὸ τὸν πάπα-Ἐφραίμ, ποῦ τοῦ περιέγραφε μὲ λεπτομέρειες τὴν πνευματική του κατάσταση ἀκόμα καὶ κατασταθεῖς στὸν χῶρο ποῦ διέμενε ὁ φοιτητὴς χωρὶς αὐτὸς νὰ τὶς ἔχει προαναφέρει.
Κάποτε ἄγνωστοι μεταξύ τους κληρικοὶ συναντήθηκαν στὸν δρόμο γιὰ τὰ Κατουνάκια καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν πάπα-Ἐφραίμ, ὁ μακαριστὸς ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει ἕναν ἀπὸ τοὺς κληρικούς, πῶς δὲν εἶναι παπὰς ἀλλὰ μασόνος, ποῦ ἔβαλε ράσο, γιὰ νὰ κατασκοπεύει τὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὁ μασόνος παραδέχτηκε τὴν ραδιουργία του.
Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ ἔζησε ἐμπειρίες, ποῦ μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ ζήσουν, μακριὰ ἀπὸ παπικὲς ἡ προτεσταντικὲς πλάνες.
Κάποτε ἕνας ἡγούμενος, δύο θεολόγοι καὶ ἕνας φοιτητὴς ζήτησαν ἀπὸ τὸν πάπα-Ἐφραὶμ νὰ τοὺς ἐξηγήσει τὴν εὐωδιὰ τῶν ἁγίων λειψάνων.

Ὁ Γέροντας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς καὶ προσεύχονταν. Ὁ τόπος γέμισε εὐωδιὰ καὶ ὁ πάπα-Ἐφραὶμ τοὺς εἶπε πῶς ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ τὸ ἐξηγήσει παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει στοὺς συνομιλητές.

Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ αἰσθάνονταν τὶς ἁμαρτίες σὰν δυσοσμία. Κάποιος ἐπίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα γιὰ τὸν οἰκουμενισμὸ.

Ὁ Γέροντας ἔκανε προσευχή, γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὁ Θεὸς καὶ τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία μὲ γεύση ξινή, ἁλμυρὴ καὶ πικρή, ποῦ τὸν γέμισε μὲ ἀποτροπιασμό.

Ἡ παρακαταθήκη τοῦ μακαριστοῦ πάπα-Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν σαφὴς «Τὸ σχίσμα εὔκολα γίνεται, ἡ ἕνωση εἶναι δύσκολος».
Ἄραγε, πόσο ἀπήχηση ἔχουν σήμερα τὰ λόγια ἑνὸς θεοφόρου σύγχρονου Πατρὸς;
Ὁ πάπα-Ἐφραὶμ ἀναδείχθηκες μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ πρακτικὸς ὁδηγὸς στὴν ποιμαντική του γάμου καὶ τῆς οἰκογενείας, γιατί βοήθησε πολλοὺς νέους νὰ καταλήξουν στὸν γάμο χωρὶς νὰ τοὺς πιέσει γι’ αὐτὸ ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιστολές του, ποῦ σώζονται, ἀποτελοῦν πνευματικὴ παρακαταθήκη καὶ «σχολὴ γονέων» χωρὶς ψυχολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς θεωρίες γιὰ τὶς ἀγωνιζόμενες πνευματικὰ οἰκογένειες.
Τὸ 1996 ὁ πάπα-Ἐφραὶμ ἔπαθε ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο καὶ ἔπεσε σὲ ἀκινησία. Δὲν γόγγυσε καθόλου ἀλλὰ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ.

Μᾶς ἀφήνει τὸ ἅγιο παράδειγμά του γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενειῶν.
Στὶς 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ὁ πάπα- Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, ποῦ ὑπηρέτησε ἀπὸ τὴν νεότητά του.

Λέγουν πῶς κάποτε ρωτήσανε ἕναν ὑπερήλικα, ποῦ ζοῦσε τὸν 19ο αἰώνα, νὰ πεῖ τὸ συγκλονιστικότερο γεγονὸς στὴν ζωή του.

Ὁ ὑπερήλικας ἀπάντησε ὅτι ὅταν ἦταν μικρὸς εἶδε καὶ ἄκουσε τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ.
Καὶ ἡ δική μας γενιὰ ἀξιώθηκε νὰ γνωρίσει τὰ εὔοσμα ἄνθη τοῦ Ἀθωνικοῦ Μοναχισμοῦ, τὸν Γέροντα Παίσιο καὶ τὸν πάπα-Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη, ποῦ μᾶς καλοῦν νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ζωή τους.

Πηγή: Βιβλίο «Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης», Ἔκδοση Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Ὁσίου Ἐφραίμ, Κατουνάκια Ἁγίου Ὅρους

 

 

 

Ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ οἰκογένειά του
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος γεννήθηκε τὴν 5η Νοεμβρίου τοῦ 1920 στὰ εὐλογημένα καὶ ματωμένα χώματα τῆς ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συγκεκριμένα στὸ Λιβίσι τῆς Μάκρης, μία μικρὴ πόλη ἀπ’ τὶς παραθαλάσσιές της Ἰωνικῆς Γής, στὸ ὕψος περίπου τοῦ Καστελλόριζου, ἀπὸ γονεῖς ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Σταῦρο Τσαλίκη καὶ τὴν Θεοδώρα, κόρη τοῦ Γεωργίου καὶ τῆς Δέσποινας Κρεμμυδά. Οἱ γονεῖς τοῦ Γέροντος γέννησαν ἐννέα παιδιά, ἀλλὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ μείνουν μόνον τρία.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ εὔπορες οἰκογένειες τῆς περιοχῆς, ὁ μεγάλος της ὅμως πλοῦτος ἦταν ἡ εὐσέβειά της καὶ ἡ ἁγνὴ χριστιανικὴ πίστη ποὺ εἶχε πολὺ βαθιὲς ρίζες. Τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τῆς εἶχε νὰ καυχηθεῖ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ καύχηση ἑπτὰ γενεὲς Ἱερομονάχων, ἕναν ἀρχιερέα καὶ ἕναν ἅγιο. Τὰ θλιβερὰ γεγονότα ὅμως τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς, οἱ θηριωδίες καὶ τὰ ἐγκλήματα τῶν ἀγριανθρώπων Νεοτούρκων καὶ τῶν Κεμαλικῶν σὲ βάρος τῶν χιλιάδων Ἑλλήνων τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου, ποὺ εἶχαν ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 1915 καὶ 1917 μέχρι τὸ 1920, ἔπληξαν καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Ἰακώβου. Ὁ παπποὺς καὶ νονός του, ὁ Γιώργης Κρεμμυδᾶς, ἄνθρωπος πραγματικά του Θεοῦ, ὁ θεῖος του, ὁ γιατρὸς Χατζηδουλής, καθὼς καὶ ἄλλοι οἰκεῖοι του συνελήφθησαν ἀπ’ τοὺς Τούρκους καὶ στὴ διάρκεια τῆς ἐξοντωτικῆς πορείας γιὰ τὰ τάγματα ἐργασίας στὰ βάθη τῆς Τουρκίας ξεψύχησαν κοντὰ στὴ Νίγδη ἀπ’ τὰ βασανιστήρια τῶν ἄγριων καὶ αἱμοβόρων Τούρκων ζαπτιέδων – χωροφυλάκων – καὶ στρατιωτῶν. Ὁ πατέρας του, Σταῦρος Τσαλίκης, πιάστηκε αἰχμάλωτος κι αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἄνδρες τοῦ Λιβισιοῦ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922. Μετὰ ἀπὸ φοβερὲς κακουχίες, ἀτέλειωτες ὀδυνηρὲς ὁδοιπορίες καὶ ἀναγκαστικὲς ἐργασίες σὲ ὀρυχεῖα, νταμάρια καὶ ἀλλοῦ, τὸν πῆγαν στὰ μέρη τῆς Τραπεζούντας καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ χτίζει νοσοκομεῖο.

Ὁ ξεριζωμὸς
Ὁ π. Ἰάκωβος, δύο χρονῶν τότε παιδάκι, μὲ τὴ γιαγιά του, τὴ μητέρα του, τὰ δύο του ἀδέλφια, τὸν Γιῶργο τεσσάρων χρονῶν καὶ τὴν Ἀναστασία, σαράντα μόλις ἡμερῶν, ξεριζώθηκαν κι αὐτοὶ ἀπ’ τὴν πατρίδα τους, τὸ Λιβίσι, μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες, καταληστευμένοι καὶ ταλαιπωρημένοι πολὺ ἀπ’ τοὺς Τούρκους, ποὺ εἶχαν γίνει πιὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες μόνο μαχαιροβγάλτες, ἅρπαγες καὶ βιαστές. «Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς…». Τὰ καράβια τῆς προσφυγιᾶς ποὺ μετέφεραν τοὺς Ἕλληνες πρόσφυγες, βασανισμένους ἀπὸ πείνα, δίψα καὶ ψείρα, «πιάσανε» στὸν Πειραιά. «Ὅταν κατεβήκαμε στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ», ἀφηγεῖτο ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, «παρόλη τὴ νηπιακή μου ἡλικία, θυμᾶμαι ὅτι ἀκούσαμε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωὴ μᾶς κάποιους Ἕλληνες νὰ βλαστημᾶνε τὰ Θεία. Τότε ἡ γιαγιά μου εἶπε: “Ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ; Καλύτερα νὰ γυρίσουμε πίσω νὰ μᾶς σκοτώσουν οἱ Τοῦρκοι, παρὰ νὰ ἀκοῦμε τέτοια λόγια. Στὴ Μικρὰ Ἀσία δὲν ξέραμε τέτοια ἁμαρτία». Τὰ λόγια αὐτὰ τῆς γιαγιᾶς τοῦ Γέροντος Ἰακώβου φανερώνουν τὸ πῶς οἱ Μικρασιάτες ζοῦσαν τὸν Θεό.

Ἀπὸ τὸν Πειραιὰ τὸ καράβι ποὺ μετέφερε καὶ τὴν οἰκογένειά του Γέροντα ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰτέα, ὅπου ἐκεῖ τους κατέβασαν μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους πρόσφυγες καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ὁδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀμφισσας, τὸν Ἅγιο Γεώργιο, ὅπου ἔμειναν μαζὶ μὲ ἄλλες οἰκογένειες κάτω ἀπὸ δύσκολες συνθῆκες, σὲ μία μακρόστενη ἀποθήκη γιὰ δύο χρόνια.

Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔφερε μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια στὴν περιοχὴ ὅπου ζοῦσαν τὸν πατέρα τοῦ Γέροντος γιὰ ἀναζήτηση ἐργασίας, ὁ ὁποῖος εἶχε δραπετεύσει ἀπ’ τοὺς Τούρκους, παρόλο ποὺ τὸν φύλαγαν σὰν τὰ μάτια τους, γιατί τὸν εἶχαν ἀνάγκη γιὰ ἀρχιμάστορα, κι ἔτσι ξανάσμιξε μὲ τὴν οἰκογένειά του μὲ θαυμαστὸ τρόπο.

Ἡ κλίση του πρὸς τὸ Θεὸ
Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, πέντε χρονῶν παιδάκι τότε, γιὰ παιχνίδι τοῦ εἶχε ἕνα κεραμιδάκι στὸ ὁποῖο ἔβαζε καρβουνάκι ἀπ’ τὴν πυροστιὰ ποὺ μαγείρευαν καὶ ψάλλοντας «ἀλούγια – ἀλούγια» (ἀλληλούϊα), λιβάνιζε τὴν οἰκογένειά του κι ὅλες τὶς προσφυγικὲς οἰκογένειες ποὺ ἔμεναν στὴν ἀποθήκη, ἔχοντας γιὰ χωρίσματα κουβέρτες ποὺ κρέμονταν ἀνάμεσά τους. Μένανε πάντα στὴν ἀποθήκη, γιατί τοὺς ἔδιναν ὑποσχέσεις ὅτι σὲ λίγο θὰ τοὺς μεταφέρουν ἀλλοῦ, θὰ τοὺς δώσουνε χωράφια καὶ θὰ τοὺς φτιάξουνε σπίτια…

Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος δὲν ἔβγαινε νὰ παίξει καθόλου στὸν δρόμο, δὲν μποροῦσε νὰ ἀκούει τὰ παιδάκια τοῦ χωριοῦ καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ προσφυγόπουλα νὰ λένε τὶς κακὲς λέξεις, ἔστω κι ἂν δὲν τὶς καταλάβαινε. Προτιμοῦσε νὰ πηγαίνει κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ γιαγιὰ καὶ τὴ μητέρα τοῦ ν’ ἀνάβουνε τὰ καντηλάκια καὶ νὰ βάζει τὴ γιαγιά του νὰ τοῦ λέει γιὰ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ γιὰ τοὺς Ἱερομόναχους τῆς οἰκογένειάς τους.

Ἡ ἐγκατάσταση στὴν Βόρεια Εὔβοια
Στὰ τέλη τοῦ 1925 ἡ οἰκογένεια τοῦ Γέροντος Ἰακώβου μεταφέρθηκε μαζὶ μ’ ἄλλους πρόσφυγες στὴν Βόρεια Εὔβοια, στὸ χωριὸ Φαράκλα. Ἐγκαταστάθηκαν ἀρχικὰ σὲ κάτι σκηνὲς καὶ μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια σὲ μικρὰ σπίτια καὶ καλλιεργοῦσαν κτήματα.

Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα ἦταν καὶ πολὺ καλὸς τεχνίτης, χτίστης, κι ὁ κόσμος τὸν προτιμοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ συχνὰ ἔλειπε ἀπ’ τὸ σπίτι. Ἔτσι, καθοριστικὸ ρόλο στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα Ἰακώβου ἔπαιξε ἡ προσωπικότητα τῆς μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη ἐκείνη μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς ἐγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), τῆς ἐργατικότητας καὶ τῆς νοικοκυροσύνης, τὶς μετέδωσε μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονὴ στὴν ἁπαλὴ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ της, Ἰακώβου. Τοῦ ἔμαθε ἐπίσης νὰ προσεύχεται καὶ νὰ κάνει πολλὲς μετάνοιες. Ἀπὸ ἔξι χρονῶν ὁ μικρὸς Ἰάκωβος, χωρὶς νὰ ξέρει ἀκόμη γράμματα, εἶχε μάθει ἀπ’ ἔξω τὰ τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὰ σιγοψέλνε μόνος του, κάνοντας ἐλάχιστα λάθη. Τόση ἀγάπη δὲ ἀπέκτησε στὶς μετάνοιες, ὥστε ἀκόμη καὶ τὶς Κυριακὲς ποὺ πήγαινε ἀπ’ τὴ νύχτα στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ διακονήσει ἀρχικὰ στὸ ἱερὸ κι ἀργότερα στὸ ἀναλόγιο, μέχρι νὰ ἔλθει ὁ κόσμος ἔκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.

Ἀφηγεῖτο σχετικὰ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος: «Κάποια Κυριακὴ πρωΐ μὲ βρῆκε ὁ ἱερέας νὰ κάνω μετάνοιες στὸ ἱερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Παιδί μου Ἰάκωβε, σήμερα Κυριακή, ἡμέρα ἀναστάσιμη, ἀνέστη ὁ Κύριος, δὲν κάνουν μετάνοιες». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα: «Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί ἡ μητέρα μου ἔτσι μὲ ἔμαθε».

Ἔλεγε ἐπίσης ὁ Γέροντας: «Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ψάλτες ἔψαλλαν “Οἱ τὰ χερουβεὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…”, ἐγὼ ἄκουα φτερουγίσματα γύρω ἀπ’ τὴν ἁγία Τράπεζα». «Ὁ παπάς», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «νόμιζα ὅτι δὲν ἔχει σῶμα. Εἶναι ἄγγελος. Ἔλεγα ἔχει δύο κόκκαλα στοὺς ὤμους, σὰν κρεμάστρα καὶ κρέμονται τὰ ράσα ἀπ’ ἐκεῖ».

Ἔτσι, ἔβλεπαν τὴν ἱερωσύνη τὰ παιδικὰ μάτια τῆς ἁγνῆς ψυχῆς του. Ἔβλεπε τὸν ἱερέα σὰν ἐπίγειο ἄγγελο, ποὺ λειτουργεῖ μὲ τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Κι ἔτσι στ’ ἀλήθεια τὰ θεία πράγματα εἶναι.

Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ
Ἡ ἀγάπη τοῦ μικροῦ Ἰακώβου γιὰ τὰ προσκυνητάρια καὶ τὰ ἐξωκκλήσια τὸν ἔκανε νὰ ἐπισκέπτεται τακτικὰ καὶ τὸ ἐξωκκλήσι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, σ’ ἕνα λόφο λίγο ἔξω ἀπ’ τὸ χωριό, ποὺ στὰ πρῶτα χρόνια λειτουργοῦσε ἐκεῖ καὶ τὸ σχολεῖο του. Ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ περιποιούμενος τὸν ναό της, εἶχε τὴν εὐλογία, παιδάκι τότε ὀκτὼ – ἐννέα ἐτῶν, νὰ δεῖ ἀρκετὲς φορὲς ὁλοζώντανη τὴν ἁγία. Ὑπακούοντας σὲ συμβουλὴ τῆς μητέρας του, ζήτησε ἀπ’ τὴν ἁγία σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις της «νὰ τοῦ πεῖ, νὰ τοῦ δώσει τὴν τύχη του». Καὶ ἡ ἁγία Παρασκευὴ τοῦ εἶπε: «ἄκουσε μέ, Ἰάκωβε. Θὰ δεῖς δόξες πολλές, πολὺς κόσμος θὰ ‘ρχεται νὰ σὲ δεῖ, πολλὰ χρήματα θὰ περάσουν ἀπ’ τὰ χέρια σου, ἀλλὰ δὲν θὰ μείνουν». Καὶ πράγματι ὅλα αὐτὰ ἐπαληθεύτηκαν.

Τὸ μεγάλο δῶρο τῆς πίστεως καὶ ἡ ταπείνωση τοῦ μικροῦ Ἰακώβου, καθὼς καὶ οἱ προσευχὲς τῆς ὁσίας μητέρας τοῦ ἦταν αἰτία, ὥστε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἀπὸ παιδὶ νὰ ἔχει μία ζωντανή, μία θαυμαστὴ πραγματικὰ σχέση μὲ τὴν Παναγία μας καὶ τοὺς ἁγίους μας. Ἔτσι, πολὺ ἁπλά, πολὺ φυσικά, εἶδε νὰ τὸν εὐλογεῖ καὶ νὰ τὸν θεραπεύει ἀπὸ δύσκολη ἀσθένεια ὁ ἅγιος Χαραλάμπης, τοῦ ὁποίου εἶχαν στὸ σπίτι τοὺς μία μικρὴ ἀσημένια εἰκόνα θαυματουργὴ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, πατρογονικὸ κειμήλιο ἕως ἑξακοσίων ἐτῶν. Τὸ ἴδιο ἁπλὰ καὶ φυσικὰ προσέτρεξε λίγο ἀργότερα στὴ χάρη τῆς Παναγίας μας καὶ τὴν παρακάλεσε μὲ κλάματα, τῆς μίλησε ὅπως τὸ παιδὶ στὴ μητέρα τοῦ μπροστὰ στὴ θαυματουργή της εἰκόνα τῆς ἐπωνομαζόμενης Ξενιᾶς, τὴν ὁποία εἶχαν φέρει γιὰ προσκύνημα σὲ διπλανὸ χωριό, καὶ εἶδε τὴν Παναγία μας νὰ τοῦ θεραπεύει σχεδὸν ἀμέσως τὰ πληγωμένα πέλματα τῶν ποδιῶν του, ἀπ’ τὰ ὁποία ἔτρεχαν ὑγρὰ καὶ μὲ τὰ ὁποία εἶχε κάνει μαρτυρικὴ πορεία δύο ὡρῶν γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσει.

Ἡ ἁγία ζωὴ τοῦ μικροῦ Ἰακώβου ἔκανε τοὺς συγχωριανούς του, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατοίκους τῶν γύρω χωριῶν, ὅπου πήγαινε εἴτε ὡς μαστορόπουλο, βοηθὸς τοῦ πατέρα του, εἴτε γιὰ νὰ ψάλλει μὲ τὴ μελωδικὴ καὶ ἐπιβλητικὴ φωνή του στὶς γιορτές τους, νὰ τὸν σέβονται καὶ νὰ τὸν ὑπολογίζουν ὡς παιδὶ τῆς ἐκκλησίας, παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Κι ἔγινε ἡ καταφυγή τους. Ἀπ’ τὰ ἐννέα του χρόνια καὶ μετὰ ὅλοι τὸν εἶχαν γιὰ γιατρό. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, χαριτολογώντας, ἔλεγε ἀργότερα: «Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτα. Εἶχα μία Σύνοψη καὶ ὅ,τι προσευχὴ ἔβρισκα τοὺς διάβαζα, τοὺς σταύρωνα, τοὺς ράντιζα μὲ ἁγιασμὸ καὶ γινόντουσαν καλά». Ἀπὸ μικρὸ λοιπὸν παιδὶ ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα προικισμένο μὲ τὸ χάρισμα τὸ ἰαματικό, ἀλλὰ καὶ τὸ προορατικό, ἀφοῦ μὲ τὴν καθαρότητα καρδίας καὶ νοῦ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, προέβλεψε τὰ μεγάλα κακὰ ποὺ πλησίαζαν λόγω τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ καὶ τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο τοῦ χωριοῦ ὅπου πήγαινε εἶχε σ’ ὅλες τὶς τάξεις ἄριστη ἐπίδοση. Ἐντυπωσίαζε δὲ τόσο πολὺ καὶ γιὰ τὴν συμπεριφορά του, ὥστε τὸν μικρὸ Ἰάκωβο τὸν σεβότανε κι ὁ δάσκαλος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιθεωρητὴ ἐπέμεναν στοὺς γονεῖς του νὰ τὸν στείλουν στὴ Χαλκίδα στὸ Γυμνάσιο, γιὰ νὰ συνεχίσει τὴ μόρφωσή του καὶ νὰ μὴν ἀδικηθεῖ ἕνα τέτοιο μυαλό. Ὁ πατέρας τοῦ ὅμως, φοβούμενος μήπως τὸ παιδὶ τοῦ κινδυνέψει ποικιλοτρόπως ἀπ’ τὶς παγίδες τῆς κοινωνίας, δὲν τὸ ἐπέτρεψε.

Ἔμεινε ἔτσι ὁ νεαρὸς Ἰάκωβος στὸ χωριὸ καὶ δούλευε στὰ χωράφια τὰ δικά τους καὶ σὲ ξένα γιὰ μεροκάματο. Ἔπειτα ὁ πατέρας τοῦ τὸν πῆρε μαζί του βοηθὸ στὰ χτισίματα.

Τὰ πρῶτα βήματά του στὴν ἄσκηση
Ὁ Ἰάκωβος, τὸ παιδὶ τῶν 13 καὶ 14 ἐτῶν, ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἕνας μικρὸς ἀσκητής. Ὅλη μέρα στὴ δουλειά, γιὰ τὸ μεροκάματο ἢ γιὰ τὶς ἐξυπηρετήσεις τῶν συγχωριανῶν του, ποὺ ὅλους τους συμπονοῦσε πολὺ καὶ δὲν ἔλεγε ὄχι σὲ ὅποιον καὶ ὅπου του ζητοῦσε χέρι βοηθείας, καὶ τὸ βράδυ στὸ σπίτι στὴν προσευχὴ καὶ στὶς μετάνοιες. Στὶς νυχτερινὲς μετάνοιες ποὺ στὴν ἡλικία τῶν 15-16 ἐτῶν ἔφτανε τὶς δύο χιλιάδες καὶ περισσότερες. Ἀλλὰ καὶ στὸ θέμα τῆς νηστείας ἐβίαζε πολὺ τὸν ἑαυτό του. Γιὰ μεγάλα διαστήματα, ὄχι συνεχῆ, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τὸ ἀπόγευμα μέχρι τὸ Σάββατο ποὺ πήγαινε νὰ λειτουργηθεῖ, δὲν ἔτρωγε τίποτα. Μεταλάμβανε, ἔπαιρνε ἀντίδωρο καὶ μετὰ ἔτρωγε λίγο προσφάϊ. Τὴν Κυριακὴ ἔτρωγε κανονικά. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ὅμως ἀπ’ τὴν ἄσκηση, ἀθέλητα, κινδύνεψε δύο-τρεῖς φορὲς ἡ ὑγεία του, γιατί συνέβη μετὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς ἀφαγίας του νὰ βρεθοῦν πεινασμένα παιδιὰ τὴ μία φορὰ καὶ ἀνήμποροι γέροι τὴν ἄλλη, τοὺς ἔδωσε ὅ,τι εἶχε νὰ φάει γιὰ τρεῖς-τέσσερις ἡμέρες καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε χωρὶς τίποτα.

Δὲν ἔλειπαν βέβαια καὶ οἱ εἰρωνεῖες καὶ τὰ πειράγματα ἀπὸ ὁρισμένους συγχωριανούς. Ἀλλὰ ὁ νεαρὸς Ἰάκωβος οὔτε ἀπαντοῦσε, οὔτε ἀνταπέδιδε. Ἡ φράση «εὐχαριστῶ μπάρμπα-Γιώργη» ἔμεινε παροιμιώδης στὸ χωριὸ Φαράκλα καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή. Ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου τότε Ἰακώβου πρὸς κάθε χυδαία βρισιὰ τοῦ συγχωριανοῦ τοῦ μπάρμπα-Γιώργη, ὁ ὁποῖος ἐνῶ τοῦ εἶχε κλέψει τὴ σειρὰ στὸ πότισμα τῶν χωραφιῶν, τὸν ἔβριζε χυδαία, ὅταν ὁ νέος Ἰάκωβος διεκδίκησε τὴ σειρά του.

Στὶς μαῦρες μέρες τοῦ 1942, παλληκάρι τότε εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὁ Γέροντας Ἰάκωβος πέρασε ἕνα μεγάλο πόνο καὶ μία μεγάλη λύπη ἀπ’ τὴν κοίμηση τῆς μητέρας τοῦ Θεοδώρας, μὲ τὴν ὁποία εἶχε πολὺ μεγάλο φυσικὸ καὶ πνευματικὸ σύνδεσμο καὶ ἡ ὁποία ἐκοιμήθη μ’ ἕνα θάνατο ἀληθινὰ ὀσιακό, προγνωρίζοντας τὸν ἀπὸ εἰδοποίηση τοῦ ἀγγέλου τῆς τρεῖς μέρες πρὶν τὴν κοίμησή της.

Ἡ μετὰ θάνατον ὅμως ἐμφάνισή της στὸν ὕπνο του καὶ οἱ νουθεσίες ποὺ τοῦ ἔδωσε ἐνδυνάμωσαν καὶ παρηγόρησαν τὴν ψυχή του. Συνέχισε ἔτσι τὴν ἴδια ἀσκητικὴ ζωὴ μέχρι τὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν, ὅποτε τὸν πῆραν στρατιώτη, καθυστερημένα βέβαια, λόγω του ὅτι εἶχε κηρυχθεῖ ὁ πόλεμος, ὑπῆρχαν ἀνώμαλες καταστάσεις, Κατοχή, ἀνταρτοπόλεμος καὶ δὲν τοὺς εἴχανε καλέσει.

Ἡ στρατιωτικὴ θητεία του
Ἡ ἐποχὴ ποῦ πῆγε στρατιώτης (1947) ἦταν ἡ περίοδος τοῦ ἐμφυλίου καὶ ἀδελφοκτόνου πολέμου στὴν πατρίδα μας. Μὲ τὴν πίστη του στὸν Θεό, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις του, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὸ θαυματουργὸ εἰκονισματάκι τοῦ ἁγίου Χαραλάμπη, μὲ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν πειθαρχία πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴ σεμνότητά του, ξεπέρασε τὶς ποικίλες δυσκολίες καὶ δοκιμασίες ποὺ ἀντιμετώπισε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τριετοῦς στρατιωτικῆς του θητείας, ἀρχικὰ στὸ Βόλο κι ὕστερα στὸν Πειραιά. Δὲν «συσχηματίσθηκε» ποτὲ μὲ ἄτοπες καὶ ἀπρεπεῖς ἐπιθυμίες ὁρισμένων συστρατιωτῶν του καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε, τουλάχιστον στὴν ἀρχή, νὰ πολεμήσει μὲ τὰ πειράγματα καὶ τὴ χλεύη τους. Μὲ τὴν ἐνάρετη ὅμως ζωὴ τοῦ ἐδίδαξε πολλοὺς καὶ στὸ τέλος ὅλοι τὸν ἀγάπησαν, γιατί στὶς δυσκολίες καὶ στὶς ἀρρῶστιές τους ἦταν πάντα δίπλα τους.

Ὁ Γέροντας Ἰάκωβος συνέχισε καὶ στὸ Στρατὸ τὴν ἄσκησή του. Οὐδέποτε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας τοῦ ἔφαγε λαδερὸ φαγητὸ τὶς Τετάρτες καὶ τὶς Παρασκευές, καθὼς καὶ τὶς Σαρακοστὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ βέβαια γινόταν μὲ μεγάλες θυσίες…

Ἡ εὐχαρίστησή του ἦταν μεγάλη ποὺ πήγαινε καὶ προσκυνοῦσε ὅλους τους μεγάλους ναοὺς καὶ τὰ ἐκκλησάκια ποὺ ὑπῆρχαν στὴ διαδρομὴ ἀπ’ τὸν Πειραιὰ μέχρι τὴν Ἀθήνα. Αὐτὸ γινόταν μὲ καθημερινὴ σχεδὸν πεζοπορία, ἡ ὁποία βέβαια ἄφησε τὰ σημάδια της ποὺ φάνηκαν ἀργότερα.

Οἱ εὐχὲς ποὺ τοῦ ζητήσανε ἐπίμονα νὰ διαβάσει στὸ σπίτι ἑνὸς ἐφέτη στὴν Ἀθήνα καὶ οἱ προσευχὲς ποὺ ἔκανε, ὄντας ἀκόμη στρατιώτης, ἐλευθέρωσαν τὴν οἰκογένεια ἀπ’ τὸν δαίμονα, τὸν ὁποῖο ἡ σύζυγος τοῦ ἐφέτη εἶδε μὲ τὴ μορφὴ μαύρου φοβεροῦ σκύλου ποὺ ἔβγαινε ἀπ’ τὸ σπίτι της, λέγοντάς της: «Μ’ ἐδίωξε ἐκεῖνος ὁ κοκκαλιάρης». Τέτοιες εὐεργεσίες ἔγιναν καὶ χάριν ἄλλων.

Ἀπολύθηκε ἀπ’ τὶς τάξεις τοῦ Στρατοῦ τριάντα καὶ πλέον ἐτῶν κι ἀφοῦ ἀποκατέστησε τὴν ἀδελφή του, κατὰ τὴν ἐντολὴ τῆς μητέρας του, ἔχοντας ζήσει «εὐαγγελικῶς» στὸν κόσμο, ἀκολούθησε τὴ μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ὁλόψυχα ἐπόθησε.

Ἀρχικὴ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἰακώβου ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους κι ἐκεῖ νὰ ζήσει στὴν Ἔρημο ὡς Ἀσκητής. Θεώρησε ὅμως καλὸ πρὶν ξεκινήσει γιὰ τοὺς Ἅγιους Τόπους νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι τοῦ Ὅσιου Δαυίδ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ ὁσίου.

Ἡ ὁλοζώντανη ὅμως ἐμφάνιση ἐνώπιόν του μὲ τὴν ἄφιξή του ἐκεῖ του ἰδίου τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε καὶ ἡ οὐράνια καὶ παραδείσια πολιτεία τῶν ἀσκητῶν ποὺ εἶδε μπροστά του σὲ ὅραμα, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ ἐρειπωμένου Μοναστηρίου ποὺ ὑπῆρχε στὴν πραγματικότητα, τὸν ἔκαναν νὰ ὑποσχεθεῖ στὸν Ἅγιο, ὅτι θὰ παραμείνει στὴ Μονή, ὅπως καὶ παρέμεινε. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσαν στὴ Μονὴ τρία γεροντάκια μὲ τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα. Ἡγούμενος ἦταν ὁ μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμάς, ἄνθρωπος ἐνάρετος, ἠθικὸς καὶ πολὺ ἐλεήμων, ἐργασθεῖς μὲ πολὺ ζῆλο γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς.

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα Ἰακώβου
Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ξεκινώντας τὴ μοναχικὴ ζωὴ ἔβαλε ἀρχὴ ἀπαράβατη τὴν ὑπακοὴ καὶ δὲν ἔκανε τίποτα χωρὶς εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, τὴν ὁποία γιὰ νὰ λάβει ἀπαιτεῖτο πολλὲς φορὲς νὰ κάνει κοπιαστικὲς πορεῖες τεσσάρων καὶ πέντε ὡρῶν, ἀφοῦ ὁ Γέροντάς του ἀσκώντας καὶ ἐφημεριακὰ καθήκοντα εὐρίσκετο συχνὰ στὴν κωμόπολη τῆς Λίμνης.

Ἡ ἀγόγγυστη ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ π. Ἰακώβου καὶ ὁ πύρινος ζῆλος μὲ τὸν ὅποιο ἐργαζόταν στὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἐργασία μέσα στὴ Μονὴ ἐκίνησαν τὸ φθόνο τοῦ μισόκαλου διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ξεσήκωσε τοὺς παλαιοὺς ἰδιόρρυθμους πατέρες ἐναντίον του. Θλίψεις, πικρίες καὶ δοκιμασίες πολλὲς ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ τὸν βρῆκαν ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πατέρων αὐτῶν. Ὅμως δὲν κάμφθηκε, συνέχισε τὸν ἀγώνα του.

Δοκιμασίες καὶ πειρασμοὶ
Ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴ δοκιμασία τῆς ἀπίστευτης φτώχειας τῆς Μονῆς, ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ ἐρειπωμένου παγωμένου κελιοῦ του μὲ τὰ χαλασμένα παντζούρια ποὺ ἀπὸ τὶς χαραμάδες τους στοὺς βαρεῖς χειμῶνες ὁ ἀέρας περνοῦσε τὸ χιόνι μέσα, καὶ μὲ τὰ τρύπια πατώματα, ποὺ ἀπὸ κάτω τους βάζανε τὰ γίδια τῆς Μονῆς. Ἀκόμη ἡ στέρηση ἀπολύτως ἀναγκαίων ἀγαθῶν καὶ τῶν χειμερινῶν ἀκόμη ρούχων καὶ παπουτσιῶν τὸν ἔκαναν μὲ τὶς βροχές, τοὺς πάγους καὶ τὸ πολὺ χιόνι νὰ τρέμει σύγκορμος καὶ νὰ ἀρρωσταίνει συχνά. Ὅλες αὐτὲς οἱ ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν τὸ σῶμα του, καμμιὰ ὅμως δὲν βρῆκε τὴν ψυχή του, καμμιὰ δὲν πείραξε τὸ πνεῦμα του.

Ἀλλὰ κι ὁ σατανᾶς δὲν ἔπαυε νὰ τὸν πολεμᾶ βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη του καὶ χρησιμοποιώντας ὅλα τὰ τεχνάσματά του Δὲν ἀρκοῦνταν στὸν πνευματικό, τὸν ἀόρατο πόλεμο ὅπου τσακιζόταν πάνω στὴν ὑπακοή, τὴν προσευχή, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ τὸν πολέμησε καὶ αἰσθητά, ὁρατά. Δεκαοκτὼ δαίμονες κάποια φορᾶ μὲ διάφορες μορφὲς σὰν ἄνθρωποι, σὰν πίθηκοι κ.α., ὅρμησαν ἐπάνω του τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν καὶ ἀπὸ τὰ χτυπήματά τους καὶ τὰ βασανιστήριά τους τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο, ὅταν μπόρεσε πιὰ καὶ ἀπελευθέρωσε τὸ χέρι του κι ἔκανε τὸ Σταυρὸ τοῦ. Τὸ ἴδιο ἐπανέλαβαν κι ἄλλη φορᾶ λιγότεροι στὸν ἀριθμὸ δαίμονες.

Ἄλλοτε πάλι οἱ δαίμονες γιὰ νὰ τὸν τρομοκρατήσουν ἐμφανίσθηκαν μὲ μορφὴ χιλιάδων, ἀναρίθμητων σκορπιῶν μέσα στὴ σπηλιὰ στὸ Ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Δαυίδ, ὅπου ὁ Γέροντας μιμούμενος τὸν ὅσιο Δαυΐδ πήγαινε συχνὰ τὶς νύχτες νὰ προσευχηθεῖ, βοηθούμενος στὴ νυχτερινὴ μετάβαση τοῦ ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι ποὺ τοῦ φώτιζε τὸ μονοπάτι, ποὺ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ Ἄγγελος Κυρίου σταλμένος γιὰ τὴ διακονία αὐτή, ὡς ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸ σχετικὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς του.

Ὁ π. Ἰάκωβος δὲν πτοήθηκε Μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἔθεσε ὅριο ἀτοὺς σκορπιοὺς κι αὐτοὶ δεμένοι ἀπὸ τὴν ἐντολή του δὲν πέρασαν τὸν κύκλο ποὺ χάραξε γύρω τους ὁ Γέροντας. Σημάδι αὐτὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει στὸν πιστό του δοῦλο τὴν ἐξουσία νὰ χρησιμοποιεῖ κάτι ἀπὸ τὴ θεία δύναμή Του, ἀπὸ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του.

Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἀντέταξε τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία ἀγάπη του πρὸς τὸν ὅσιο Δαυίδ, τὴν πραγματικὰ ἰώβειο ὑπομονή του καὶ τὴν ἄκαμπτη καρτερία καὶ πραότητά του, τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσή του, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς ὅλους.

Τὸ Γραφικό: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» ἐφαρμόσθηκε πλήρως ἀπὸ τὸ Γέροντα. Ἡ βία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν ἑαυτό του στὸ καθετὶ ἦταν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του. Δὲν συγκατέβαινε εὔκολα στὸν ἑαυτό του. Ἀλλὰ καὶ ἡ εὐθύτητά του ἦταν μοναδική, ἦταν ἄνθρωπος τοῦ «ναί, ναὶ» καὶ τοῦ «οὔ, οὔ», καὶ ἡ νηστεία τοῦ ἐπίσης ὑπεράνθρωπη.

Ἡ ἱερατικὴ ζωή του
Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν π. Ἰάκωβο καὶ τοῦ μεγάλου χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἴδιος ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά: Ἔγω ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν ἐπεθύμησα θέσεις καὶ ἀξιώματα, οὔτε καὶ φαντάστηκα κατὰ διάνοιαν ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ἀξιωθῶ τέτοιας τιμῆς. Δέχτηκα μόνον ἀπὸ ὑπακοὴ πρὸς τὸ Γέροντά μου καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἅγιο ἐκεῖνον ἐπίσκοπο Χαλκίδος, τὸ μακαριστὸ Γρηγόριο».

Ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο ἔγινε στὶς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1952 στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Χαλκίδα καὶ σὲ ἱερέα τὴν ἑπομένη 19 Δεκεμβρίου στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἐπισκοπείου. Ὁ μητροπολίτης εἶπε στὸν π. Ἰάκωβο μετὰ τὴ χειροτονία τοῦ ἕνα λόγο προφητικό: «Καὶ σὺ παιδί μου, θὰ ἁγιάσεις. Νὰ συνεχίσεις μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ ἀνακηρύξει σ΄ἅγιο ἡ Ἐκκλησία».

Πνευματικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του
Ὁ π. Ἰάκωβος μέσα στὸ ναὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ζοῦσε ὡς ἱερεὺς πολλὰ πνευματικὰ γεγονότα. Γινόταν ἐπίγειος ἄγγελος «συλλειτουργῶν», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε σὲ ὁρισμένα πρόσωπα, μὲ Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ καὶ μὲ Ἁγίους. Στὴν ἁγία προσκομιδὴ εἶδε καὶ ἄγγιξε τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ καλύψει τὰ Τίμια Δῶρα. Ἐκεῖ, ἄλλοτε, εἶδε Ἀγγέλους Κυρίου νὰ παραλαμβάνουν τὶς μερίδες τῶν μνημονευομένων καὶ νὰ πηγαίνουν νὰ τὶς ἐναποθέτουν σὰν προσευχὲς στὸ θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἄλλοτε εἶδε «πνευματικῶ τῷ τρόπω», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, κεκοιμημένους νὰ τοῦ ἐμφανίζονται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴ χούφτα ἀνοιχτὴ καὶ νὰ τοῦ ζητοῦν νὰ βγάλει μερίδα ὑπὲρ αὐτῶν, ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τους, κι ὅταν τὸ ἔκανε τοὺς ἔβλεπε νὰ πηγαίνουν στὸν τόπο τοὺς ἀναπαυμένοι. Ἕνα φωτοειδὴ ἀστέρα εἶδε ἄλλοτε νὰ στέκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι εὐλαβοῦς ἱερέως ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴ Μονὴ καὶ λειτουργοῦσε, τὴν ὥρα ποὺ ἔθετε τὸν ἀστερίσκο ἐπάνω του Ἀμνοῦ κατὰ τὴν κάλυψη τῶν Τιμίων Δώρων. Πνευματικὰ γεγονότα τέτοια ἀνάλογα ὑπάρχουν πολλά, ὅλα αὐτά, μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἐκλεκτό του δοῦλο Ἰάκωβο.

Ὡς πνευματικὸς πατέρας διέπρεψε. Κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ χωρὶς νὰ εἶναι ἀναπαυμένος καὶ εὐχαριστημένος Μὲ τὴν πολλή του ἀγάπη θυσιαζόταν γιὰ ὅλους καὶ παρόλο πού, ἰδίως τὰ τελευταία χρόνια, ὑπέφερε ἀπὸ πολλὲς ἀρρώστιες σὲ κανέναν δὲν εἶπε: «δὲν μπορῶ νὰ σὲ δῶ, νὰ ἀκούσω τὸ πρόβλημά σου». Ὁ κόσμος», ἔλεγε στὴ συνοδία του, «οὔτε νὰ φάει ζητάει, οὔτε νὰ πιεῖ, ζητάει τὴν ἀγάπη μας. Ἂν μποροῦμε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουμε θὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή μας ὡς μοναχοί».

Ἀπὸ τὸ 1975, ὅποτε μὲ θεοφώτιστη ἀπόφαση τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία καὶ «ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν», ἀποκαλύφθηκαν ἐξ ἀνάγκης τὰ πολλά του χαρίσματα ποὺ ἀγωνιζόταν ἐπιμελῶς νὰ κρύβει. Ἡ φήμη τῆς Μονῆς γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ὁσίου Δαυΐδ, τὸν ἁγιασμένο ἡγούμενο τῆς π. Ἰάκωβο, τὸν ἀνύστακτο κόπο καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία τῶν πατέρων τῆς διαδόθηκε σιγὰ-σιγὰ παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ κατέφθαναν στὴ Μονή, ἡ ὁποία ἔτσι ἀναδείχθηκε, ὅπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικῆς ζωῆς καὶ φάρος Ὀρθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη ἀναφορὰ τοῦ αἰώνα μας».

Ἀπὸ τὰ πενήντα πέντε χρόνια του καὶ μετὰ παρεχώρησε ὁ θεὸς κι ὁ πατὴρ Ἰάκωβος πέρασε ἐκτὸς τῶν ἄλλων δοκιμασιῶν καὶ πολλὲς καὶ ἐπώδυνες ἀσθένειες. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς Γέροντας «πῆρε ὁ ἑωσφόρος τὴν ἄδεια νὰ πειράξει τὸ σῶμα μου». Αὐτὸ εἶπε ἀποκαλυπτικὰ καὶ τὸ δαιμόνιο μέσω μίας δαιμονισμένης φανερώνοντας καὶ τὶς παθήσεις ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας, τὶς ὅποιες μόνο ὁ ἴδιος ἤξερε. Κι ὁ Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: Ἔμενα ποὺ ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μὲ εἶδε γυμνό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μητέρα μου ὅταν ἤμουν παιδάκι, παραχώρησε ὁ Θεὸς νὰ μὲ δοῦν οἱ γιατροὶ καὶ οἱ νοσοκόμοι καὶ νὰ μὲ χειρουργήσουν ἐπανειλημμένως. Ἔγινα θέατρο ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις».

Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς βέβαια ποὺ οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ ὅσιος Δαυΐδ, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἡ ἁγία Παρασκευή, ἐπενέβησαν μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις του καὶ τὸν βοήθησαν στὶς ἀσθένειες τοῦ χαρίζοντας τοῦ τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία.

Ἡ τελευταία δοκιμασία μὲ τὴν ὑγεία του ποὺ τελικὰ ὁδήγησε τὸ Γέροντα στὴν ἄλλη ζωὴ ἦταν ἡ πάθηση τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὅποια προέκυψε ἐξ αἴτιας κάποιου πειρασμοῦ ποὺ πέρασε.

Τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Γέροντα
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος ἔζησε ὁσίως σαράντα περίπου χρόνια στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ἔχοντας προηγουμένως ζήσει «εὐαγγελικῶς» στὸν κόσμο τριάντα δύο χρόνια Δούλεψε στὸν Κύριο τηρώντας ἀπὸ τὴ νεότητα ἕως τὸ γῆρας ἴση τὴν προθυμία τῆς ἀσκήσεως. Μιμήθηκε τὸν ὅσιο Δαυΐδ, καὶ βάδισε στὰ ἴχνη του. Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες ἦταν ἐφάμιλλοι τῶν παλαιῶν ὁσίων ποὺ ἀναφέρονται στὰ Γεροντικά, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐναντίον τοῦ ἐπιθέσεις, πνευματικὲς καὶ αἰσθητές, τοῦ Σατανᾶ, οἱ ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες καὶ κακοπάθειές του ἦταν ἀνάλογες μὲ αὐτὲς ποὺ ἀντιμετώπισαν πολλοὶ θεοφόροι Πατέρες.

Ὅσο ὅμως μεγάλωναν οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀσθένειες καὶ τὰ βάσανά του, τόσο ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωνε μὲ σπάνια πνευματικὰ χαρίσματα, ὅπως τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως, τῆς διακρίσεως καὶ τῆς παραμυθίας, καὶ τόσο περισσότερες ἦταν οἱ θεοπτεῖες ποὺ εἶχε καὶ οἱ θεοσημεῖες ποὺ ἐπιτελοῦσε μὲ τὴν προσευχή του, ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερη γινόταν ἡ ἀκτινοβολία του.

Στὴ Μονὴ προσέρχονταν γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἑκατοντάδες ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ πατριάρχες καὶ ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ κάθε βαθμοῦ καὶ μοναχοί, ἄρχοντες καὶ ἀνώτατοι δικαστές, καθηγητὲς Πανεπιστημίου καὶ ἐπιστήμονες. Ὅλοι φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ κι ἔχοντας δεῖ τὸ Γέροντα Ἰάκωβο αἰσθάνονταν ὅτι ἔφευγαν ἀπὸ ἕνα εἶδος Παραδείσου.

Ὁ καθένας εὕρισκε κοντὰ στὸ Γέροντα τὴ βοήθεια ποὺ χρειαζόταν. Οἱ πονεμένοι εὕρισκαν μὲ τοὺς παραμυθητικούς του λόγους τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση, οἱ δαιμονισμένοι εὕρισκαν μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ τὴ θεραπεία τους, οἱ ἀσθενεῖς εὕρισκαν μὲ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία, οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὰ διάφορα βιοτικὰ προβλήματα τοὺς εὕρισκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ τὴν ἀναψυχή, τὴν ψυχική τους ἰσορροπία, τὴν ἐνδυνάμωση, τὴ λύση τῶν προβλημάτων τους. Οἱ φτωχοὶ εὕρισκαν μὲ τὴ συνεχῆ καὶ ἀγόγγυστη ἐλεημοσύνη τοῦ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴ θλίψη τῆς φτώχειας καὶ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ βάρη τῶν χρεῶν τους. Πολλὰ ἄτεκνα ζευγάρια μετὰ τὴν προσευχή, τὶς εὐχὲς καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἀποκτοῦσαν τέκνα χαριτωμένα. Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους εἶχαν τὰ κατάλληλα μάτια νὰ δοῦν, ἡ παρουσία καὶ μόνο τοῦ Γέροντα, ἡ θεωρία του, ἀποτελοῦσε εὐλογία Θεοῦ, φανέρωση τῶν θείων ἐνεργειῶν, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.

Ἰδοὺ τί ἀναφέρει σχετικῶς στὴν ἀπὸ 14.2.1994 ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος: «…Διὰ τὸν μακαριστὸν Γέροντα μὲ τὴν φωτεινὴν μορφὴν ἰσχύει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔγραφεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διὰ τὸν ἅγιον Μελέτιον Ἀντιοχείας: “Οὐ γὰρ διδάσκων μόνον, οὐδὲ φθεγγόμενος, ἀλλὰ καὶ ὀρώμενος ἁπλῶς, ἱκανὸς ἡ ἅπασαν ἀρετῆς διδασκαλίαν εἰς τὴν τῶν ὀρώντων ψυχὴν εἴσαγαγειν”».

Ἡ ὀσιακὴ κοίμησή του
Ἀντάξια της θαυμαστῆς ζωῆς τοῦ ἦταν καὶ ἡ ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Γέροντα, τὴν ὁποία προγνώριζε, γὶ΄ αὐτὸ καὶ παρακάλεσε ἁγιορείτη ἱεροδιάκονο ποὺ ἐξομολόγησε τὸ πρωΐ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991, ἐκείνης τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι ὡς τὸ ἀπόγευμα γιὰ νὰ τὸν «ντύσει».

Καὶ πράγματι στὶς 4.17΄ τὸ ἀπόγευμα σὰν πουλάκι παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἄφησε τὸ φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο τοῦ πόνου κι ἔφυγε γιὰ τὴν αἰώνια ἀνάπαυση, στὸ Θεό.

Τὸ λείψανο τοῦ ἦταν λαμπερό, εὔκαμπτο, ζεστό, ὄσιακο καὶ ἡ ἰαχὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη χιλιάδων ἀνθρώπων «ἅγιος ἅγιος… εἶσαι ἅγιος» ἀποτελοῦσε μία ὁμόφωνη μαρτυρία τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὸ μακαριστὸ πλέον Γέροντα Ἰάκωβο.

Ἂλλ΄ ὁ ἅγιος Γέροντας συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν ὄσιακη κοίμησή του, ὅπως τὸ ὁμολογοῦν ἑκατοντάδες πιστοὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖ μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει στὸ Θεό. Στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ ὑπάρχουν τουλάχιστον τριακόσιες μαρτυρίες* πιστῶν, ποὺ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος τοὺς βοήθησε. Οἳ μαρτυρίες αὐτές, ποὺ περιὲ-χονται σὲ ἐπιστολὲς τῶν ἴδιων τῶν εὔεργετηθεντων ἡ κατεγράφθηκαν μετὰ ἀπὸ προφορικὲς διηγήσεις τους, ἔχουν σχέση μὲ θεραπεῖες, εὐεργετικὲς ἐπεμβάσεις, ἡ μεταθανάτιες ἐμφανίσεις τοῦ Γέροντα.

Ἡ παρρησία τοῦ π. Ἰακώβου στὸ Θεὸ – Σύγχρονες μαρτυρίες

1. Ὁ ἱερεὺς π. Ἰωάννης Βερνέζος, ἐφημέριος του Προσκυνηματικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Προκόπι τῆς Εὔβοιας ἀνέφερε τὰ ἑξῆς: Εἶχα ἕνα ὀγκίδιο στὸ δεξί μου χέρι. Ἐκτὸς τῶν κινδύνων ποὺ ἔκρυβε, ἦταν καὶ ἀντιαισθητικό. Γὶ΄ αὐτό, ὅταν οἱ χριστιανοί μου φιλοῦσαν τὸ χέρι, τὸ κάλυπτα μὲ τὸ ράσο μου Τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας τοῦ Γέροντος Ἰακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα τὸ Γέροντα γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Καὶ καθὼς ἀσπαζόμουν τὸ ἱερὸ σκήνωμά του, ἀκούμπησα τὸ χέρι μου πάνω στὸ λείψανό του. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ὀγκίδιο ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ, ὥσπου ἐξαφανίστηκε. Μεγάλη ἡ χάρη τοῦ ὁσίου Γέροντα. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του!».

2. Ἡ κ. Ἀνδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Εὐβοίας, σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὴ Μονὴ γράφει τὰ ἑξῆς:

«Στὶς 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας μου ἕνα μικρὸ κεράτινο ὀγκίδιο. Περνώντας οἱ μέρες αὐτὸ μεγάλωσε, κρεμόταν μπροστὰ στὴ γλώσσα μου καὶ μὲ ἐνοχλοῦσε στὴν ὁμιλία, τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγα καὶ ὅταν ἔπινα νερό. Πέρασαν δύο μῆνες ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ πρωτοεῖδα, τὸ ὀγκίδιο ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ψυχολογική μου κατάσταση ἦταν πολὺ ἄσχημη. Μέσα στὴ μεγάλη ψυχολογικὴ ἔνταση ποὺ βρισκόμουν, κι ἐνῶ σκεπτόμουν ὅτι ἀπὸ Δευτέρα ἔπρεπε νὰ πάω στὴν Ἀθήνα γιὰ γιατρό, ἄρχισα νὰ λέω τὸ πρόβλημά μου στὸν παπποὺ-Ἰάκωβο κοιτάζοντας μία μικρὴ φωτογραφία του ποὺ εἶχα ἀπέναντι στὸ τραπέζι μου. Τὸν παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήσει, νὰ μὴν ἀρχίσω τὶς ἀτέλειωτες ἐξετάσεις στοὺς γιατροὺς ποὺ χρειάζονται γιὰ τέτοιου εἴδους περιστατικὰ καὶ κατὰ τὶς δύο τὰ μεσάνυκτα ἀνέβηκα γιὰ ὕπνο στὸ δωμάτιό μου. Τὸ πρωὶ ποὺ σηκώθηκα, τὴν ὥρα ποὺ ἔπινα καφέ, διαπίστωσα ὅτι δὲν μὲ ἐνοχλοῦσε τίποτα στὴ γλώσσα μου. Ὅλο ἀγωνία πῆγα στὸν καθρέφτη καὶ εἶδα ὅτι τὸ ὀγκίδιο ποὺ εἶχα ἐξαφανίστηκε χωρὶς νὰ ἀφήσει οὔτε σημάδι. Ἔτσι ἁπλὰ παρακάλεσα τὸν ἅγιο Ἰάκωβο νὰ μὲ βοηθήσει, κι αὐτὸς ἔτσι ἁπλὰ μὲ βοήθησε.»

3. Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του στὴ Μονή, ὡς ἀρχιμανδρίτης τότε, ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων θαυμάτων ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος σὲ Κυπρίους ἀδελφούς μας, τοὺς ὅποιους ἀγαποῦσε πολύ, καὶ τὸ ἕξης θαυμαστὸ:

Εἶχα φέρει στὴν Κύπρο λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ τάφου τοῦ Γέροντα. Τὸ 1993 μὲ πῆρε στὸ τηλέφωνο ὁ ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Λάρνακος, ὁ π. Παναγιώτης Ζάρος, καὶ μοῦ εἶπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δὲν εἶμαι καλά. Ἔχω ἕνα χρόνιο πρόβλημα ὑγείας, ἀλλὰ δὲν τὸ λέω.

Ἔχω ραγάδες στὸ ἔντερο καὶ ἔχω μεγάλη αἱμορραγία. Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἔχω ἔντονους πόνους καὶ μεγάλη ροὴ αἵματος, καὶ σὲ παρακαλῶ κᾶνε μία παράκληση στὸν ἅγιο Γεώργιο, ποὺ ζεῖς στὸ μοναστήρι του, καὶ στὸν πατέρα Ἰάκωβο νὰ μοῦ δίνουν ὑπομονή, γιατί ὅταν πονῶ ὑποφέρω πολὺ καὶ φωνάζω καὶ στενοχωροῦνται καὶ ἡ παπαδιὰ καὶ τὰ παιδιά μου».

Λυπήθηκα πολὺ καὶ τοῦ εἶπα ὅτι θὰ κάμω παράκληση καὶ θὰ τοῦ πήγαινα λαδάκι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ πατρὸς Ἰακώβου, γιὰ νὰ σταυρωθεῖ. Αὐτὰ εἶπα καὶ ἔκλεισα τὸ τηλέφωνο. Μετὰ ἀπὸ δέκα πέντε λεπτὰ ὁ π. Παναγιώτης ἦρθε στὸ μοναστήρι καὶ μοῦ εἶπε: «Ἦρθα νὰ πάρω τὸ λαδάκι τοῦ Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολὺ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωσε καὶ θὰ μὲ βοηθήσει». Τοῦ ἔδωσα λάδι καὶ σταυρώθηκε στὸ μέτωπο καὶ ἔφυγε.

Τὸ βράδυ μὲ πῆρε στὸ τηλέφωνο καὶ μοῦ εἶπε χαίροντας καὶ κλαίοντας ὅτι ἡ ροὴ τοῦ αἵματος σταμάτησε. Ἀπὸ τότε ἔγινε τελείως καλά. Ὁ π. Παναγιώτης ὑπέφερε ἀπὸ αὐτὸ ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του χρόνια καὶ τώρα ἦταν περίπου 40 ἐτῶν. Ὅταν ἔγινε καλὰ ὑποσχέθηκε νὰ τελεῖ θεία Λειτουργία καὶ μνημόσυνο στὸ Γέροντα Ἰάκωβο κάθε χρόνο σὰν αὐτὴ τὴν ἡμέρα τῆς θεραπείας του. Ὅταν ὅμως πέρασε ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ π. Παναγιώτης ξέχασε τὴν ὑπόσχεσή του. Τὴ θυμήθηκε ὅταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα (στὸ χρόνο ἐπάνω) του παρουσιάσθηκε ἐλάχιστο αἷμα. Ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσή του καὶ ἡ ροὴ τοῦ αἵματος σταμάτησε. Ἀπὸ τότε τὸ θυμᾶται κάθε χρόνο καὶ ἐπιτελεῖ θεία Λειτουργία καὶ μνημονεύει τὸ Γέροντα ἀνάμεσα στοὺς Ἅγιους.

4. Ὁ κ. Γιῶργος Ἰωαννίδης, γιατρὸς παθολόγος ἀπὸ τὸ Βόλο, (προσωπικὸς τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ τώρα Ἀρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ἀνέφερε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἕξης:

«Φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ, ὅπου εἶχα ἔλθει μὲ τὴν οἰκογένειά μου γιὰ προσκύνημα τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1997, κι ἐνῶ βρισκόμουν στὴν πύλη τῆς αἰσθάνθηκα μέσα μου μία δυνατὴ ἐπιθυμία νὰ πάω νὰ ξαναπροσκυνήσω τὸν τάφο τοῦ Γέροντα Ἰακώβου. Αἰσθανόμουν ὅπως αἰσθάνεται κάποιος ποὺ ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο καὶ θέλει νὰ γυρίσει νὰ τὸ πάρει. Πραγματικὰ γύρισα μὲ τὸ γιό μου καὶ στὸ ἕνα μέτρο πρὶν ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Γέροντα βλέπω κάτω στὴ γῆ ἕνα κομποσχοίνι. Παίρνω τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι μου, τὸ ὑψώνω καὶ τὸ κρατῶ ἐπιδεικτικά, ὥστε ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς γύρω προσκυνητὲς τὸ ἔχασε, νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ΄ ρθεῖ νὰ τὸ πάρει. Ἐκείνη ὅμως ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ἀκούω φωνὴ πίσω μου ποῦ μου ἔλεγε: «Τί ψάχνεις; Γιὰ σένα εἶναι τὸ κομποσχοίνι». Γυρίζω καὶ σὲ ἀπόσταση ἑνὸς μέτρου βλέπω ὁλοζώντανο τὸ Γέροντα Ἰάκωβο νὰ μοῦ χαμογελᾶ. Τὸν εἶδα ὁλοκάθαρα. Διέκρινα τὴν ὑγρασία τῶν ματιῶν του, τὶς φλεβίτσες στὸ πρόσωπό του, τὴ γενειάδα του, ὅπως τὴν εἶχε. Ἐνοίωσα κάτι τὸ ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Ἡ κυριολεκτικὰ αὔτη ζωντανὴ παρουσία τοῦ Γέροντα Ἰακώβου μπροστά μου ἦταν καθοριστικὴ κι ἔβαλε μέσα μου τὴ σφραγίδα περὶ τῆς βεβαιότητος τῆς θείας παρουσίας».

5. Τὶς ἥμερες ποὺ γραφόταν αὐτὸ τὸ κείμενο καὶ συγκεκριμένα στὶς 10 Ὀκτωβρίου 2001 ἦρθε στὴ Μονὴ ὁ κ. Γιαννούλης, ναυτικός, ἀπὸ τὴν Ἄνδρο καὶ βουρκωμένος χωρὶς καν νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει καλὰ-καλὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση καὶ τὰ κλάματα ἀνέφερε τὰ ἕξης:

«Ταξίδευα πρὸ καιροῦ καὶ εὑρισκόμουν στὴν Ἰνδία. Κάποια μέρα ἀντιμετώπισα σοβαρὸ πρόβλημα μὲ τὴν καρδιά μου Στὸ Νοσοκομεῖο ἐκεῖ ποὺ μὲ πῆγαν οἱ γιατροὶ εἶπαν στοὺς συναδέλφους μου ὅτι τελειώνω. Ἐγώ, πὰρ΄ ὅλο ποὺ ἤμουν σὲ κωματώδη κατάσταση, ἐνίωθα ὅτι κάποια ἀόρατη θεία δύναμη μὲ βοηθάει. Ὅταν ἀργότερα ἄνοιξα κάποια στιγμὴ τὰ μάτια μου τὸν πρῶτο ποὺ εἶδα μπροστά μου ἦταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ποὺ εἶχα διαβάσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ βιβλίο του. Μοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, κύριε Γιαννούλη, θὰ σὲ βοηθήσω, θὰ γίνεις τελείως καλὰ καὶ θὰ ξαναγυρίσεις στὴν πατρίδα». Καὶ ἀπὸ ἐκείνης τῆς ὥρας πράγματι ἔγινα τελείως καλὰ».

Ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες προφορικὲς καὶ γραπτὲς μαρτυρίες τῶν πιστῶν διαπιστώνεται ὅτι ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἔχει μεγάλη παρρησία στὸ Θεὸ καὶ γὶ΄ αὐτὸ εὔχομεθα νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ πάντων ὑμῶν. Ἀμὴν.

Πηγή: ἀρχιμ. Κυρίλλου ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαυΐδ τοῦ Γέροντος καὶ τῶν πατέρων αὐτῆς, π. Ἰάκωβος Τσαλίκης ἕνας σύγχρονος ἅγιος Γέροντας, μέρος β΄, σέλ. 127-132, Περιοδικὸ Πεμπτουσία, τεῦχος 8, Ἀπρίλιος – Ἰούλιος 200

 

 

 

 

 

Ὃ Γέρων Σωφρόνιος γεννήθηκε στὴ Μόσχα ἀπὸ Ρώσους γονεῖς τὸ 1896. Σπούδασε στὴν Κρατικὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας καὶ ἐπιδόθηκε στὴ ζωγραφική. Ἕκτος ἀπὸ τὰ πλούσια φυσικὰ χαρίσματα ποῦ εἶχε, ὁ Θεὸς τὸν προίκισε καὶ μὲ ἐξαιρετικὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀφομοίωσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Ζῶντος Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Στὴ νεότητα τοῦ διακατείχετο ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ Ἀπολύτου καὶ ἀσχολήθηκε σοβαρὰ μὲ τὰ πολλὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ περιβάλλοντός του. Οἱ ἔντονες μεταφυσικὲς ἀναζητήσεις τοῦ τὸν ὁδήγησαν στὴν ὀδυνηρὴ συναίσθηση τοῦ τραγικοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπινου εἶναι. Στὴ συνείδηση τοῦ ὑποτίμησε τὴν ἰδέα ὅτι τὸ Ἀπόλυτο μπορεῖ νὰ περικλυσθεῖ στὸν ψυχισμὸ τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ὁδό. Ἢ θεωρία τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ὡς λογικὴ λύση στὸ θλιβερὸ θέαμα τῶν παθημάτων καὶ τοῦ πόνου, εἵλκυσε τὸν Γέροντα, καὶ γιὰ ὀκτὼ περίπου χρόνια ἀσκήθηκε στὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμὸ τῆς φιλοσοφικῆς αὐτῆς πλάνης του ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου. Τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἐκκλησία προκάλεσε τὸ βιβλικὸ κείμενο τῆς Σιναϊτικῆς ἀποκαλύψεως«Ἐγὼ εἰμὶ ὁ “Ὧν». Βοηθούμενος ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατενόησε ὅτι τὸ Ἀπόλυτο καὶ “Ἄναρχο Εἶναι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν προσωπικὸ Θεό, ποῦ ἀποκαλύφθηκε πρῶτα στὸν Μωυσῆ καὶ «ἒπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν… ἐν (τῷ Μονογενῆ) υἱῶ» τοῦ Θεοῦ, διὰ Ἰησοῦ Χρίστου. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς προσωπικῆς συναντήσεώς του μὲ τὸν ὄντως “Ὄντα, δὲν ἔπαυσε μὲ ἄκρα ἔφεση νὰ μυεῖται στὸ μυστήριο τοῦ ἀποκαλυφθέντος Θεοῦ καὶ νὰ ἐμβαθύνει στὶς ἄπειρες διαστάσεις τῆς Ὑποστάσεως τοῦ Χρίστου, κατ’ εἰκόνα τοῦ Ὅποιου κτίσθηκε ὃ ἄνθρωπος. Τὴν πλάνη του στὸ ἀπρόσωπο καὶ φανταζόμενο Ἀπόλυτό του ἰνδικοῦ τύπου θρήνησε μὲ πένθος ἀκραίας ἐντάσεως ἐπὶ δεκάδες χρόνια, θεωρώντας τὴν ὡς πτώση ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ Ἀδάμ, καὶ ὡς αὐτοκτονία σὲ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο. Στὸ ἔργο τοῦ «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», ποῦ εἶναι ἢ πνευματικὴ αὐτοβιογραφία του, περιγράφει πῶς ὁ ἴδιος ἔζησε τὴ μετάνοιά του.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος

Τὸ 1925 – μετὰ ἀπὸ μικρὴ περίοδο σπουδῶν στὸ Θεολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι – μετέβη στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὁπού μόνασε συνολικὰ 22 χρόνια. Πρῶτα ἐγκαταβίωσε στὴ Μονὴ τοῦ Ἅγιου Παντελεήμονος, ὁπού δέχθηκε τὴ μεγαλύτερη δωρεὰ τῆς ζωῆς του. Γνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ (1866-1938), στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου κατόπτευσε τὶς αὐθεντικὲς διαστάσεις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἔμεινε κοντὰ στὸν Ἅγιο ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, κι ἔπειτα, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου καὶ τῶν Γερόντων τῆς Μονῆς, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους. Ἀπὸ ἐκεῖ διακονοῦσε ὡς πνευματικὸς τῶν Ἱερῶν Μονῶν Ἁγίου Παύλου, Ὅσιου Γρηγορίου, Ὅσιου Σίμωνος Πέτρας, Ὅσιου Ξενοφῶντος καὶ πολλῶν ἄλλων κελιῶν καὶ σκητῶν.

Στὴ Γαλλία

Τὸ 1947 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἄθωνα στὴ Γαλλία γιὰ νὰ ἐκδώσει τὰ χειρόγραφα, ποῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς πρὶν τὸν θάνατό του, προσθέτοντας μερικὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα του καὶ ἐκτενῆ ἀνάλυση τῆς διδασκαλίας του. Εἶχε ὅμως ἤδη κλονισθεῖ σοβαρὰ ἢ ὑγεία του. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πέντε χρόνων τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ποῦ προηγήθηκε, τρεφόταν βασικὰ μὲ παξιμάδια καὶ ἀγριοκάστανα ποῦ μάζευε ἀπὸ τὸ δάσος. Ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἢ σπηλιὰ στὴν ὁποία κατοικοῦσε ὑπέστη ρωγμὴ καὶ γέμιζε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς βροχῆς. ‘Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔφθασε στὴ Γαλλία, οἱ ὀροὶ κάτω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζοῦσε ἦταν δυσμενεῖς. Ἐργάσθηκε σκληρὰ μόνος γιὰ τὴ συγγραφὴ καὶ πολυγράφηση τῆς πρώτης ρωσικῆς ἐκδόσεως τοῦ βιβλίου του γιὰ τὸν Ἅγιο Σιλουανό, ποῦ κυκλοφόρησε τὸ 1948. Σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔπαθε γαστρορραγία καὶ ὑποβλήθηκε σὲ πολὺ σοβαρὴ ἐγχείρηση, κατὰ τὴν ὁποία τοῦ ἀφαίρεσαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ στομάχου. Γιὰ ὀγδόντα μέρες τρεφόταν μὲ ὀρό. Μόλις ἐπέζησε. Μετὰ ἀπὸ μία σχετικὴ ἀνάρρωση ἐγκαταστάθηκε στὸ ρωσικὸ γηροκομεῖο τῆς Ἅγιας Γενεβιέβης τοῦ Δρυμοῦ (Saint Genevieve Bois), προαστίου τῶν Παρισίων. Στὸ ἵδρυμα αὐτὸ ὑπῆρχε παρεκκλήσι, ὁπού σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ τελεῖ ἀκολουθίες καὶ νὰ λειτουργεῖ. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς γέροντες καὶ τὶς γερόντισσες ποῦ συμμετεῖχαν στὶς λειτουργίες καὶ τὴν κοινὴ προσευχὴ ἔγιναν μοναχοὶ καὶ μοναχές, καὶ δημιουργήθηκε ἔτσι μικτὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα στὸ γηροκομεῖο. Ὃ Γέροντας ἔγινε γρήγορα γνωστὸς καὶ μερικοὶ νέοι ἦλθαν καὶ κατοίκησαν σὲ ἕναν στάβλο κοντὰ στὸ γηροκομεῖο, γιὰ νὰ συμμετέχουν καὶ αὐτοὶ στὴ λατρεία καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν πλούσια διδασκαλία του.

Ἵδρυση τῆς μονῆς στὸ ΕΣΣΕΞ

Δὲν πέρασαν ὅμως πολλὰ χρόνια καὶ οἱ νέοι ἄρχισαν νὰ παροτρύνουν τὸν Γέροντα νὰ ἱδρύσει Μονή, ὁπού θὰ μποροῦσαν νὰ ὀργανώσουν ἀνάλογα τὴ μοναχική τους ζωή. Στὴν ἀρχὴ ὁ Γέροντας ἦταν διστακτικὸς λόγω τῆς ἐξαντλημένης ὑγείας του καὶ τοῦ δύσκολου ἀπὸ κάθε ἄποψη ἐγχειρήματος. Συγχρόνως μερικοὶ φίλοι του ἀπὸ διάφορες χῶρες τῆς Εὐρώπης προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἑλκύσουν, ὁ καθένας στὴ δική του πατρίδα. Τελικὰ προτιμήθηκε ἢ Ἀγγλία, ὁπού καὶ ἀγοράσθηκε τὸ μέρος γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς σὲ μία ἀπόμερη τοποθεσία τῆς κομητείας τοῦ Ἔσσεξ τὸ 1958. Τὸ 1959 ἵδρυσε τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ὁπού κοιμήθηκε ἐν Κυρίω τὴν 11η Ἰουλίου 1993.

Ἢ πνευματική του πορεία

Ὡς πνευματικὴ παρουσία, ὁ Γέροντας ἀποτελεῖ σημεῖο τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ γενεά του. Ἔζησε τὴν τραγωδία, τὶς ἀνησυχίες, τοὺς προβληματισμοὺς καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ πολυτάραχου εἰκοστοῦ αἰώνα, καὶ μὲ τὴ ζωή, τὴν προσευχὴ καὶ τὸν λόγο τοῦ ἔδωσε ἀπαντήσεις στὰ φλέγοντα ἐρωτήματα τῶν συγχρόνων του.

Τὸ ὀλίσθημα τοῦ Γέροντα στὴν ἀπρόσωπη θεωρία τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, κατὰ τὴ νεότητά του, ἢ θαυμαστὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸ μετέβαλε σὲ δῶρο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Μολονότι ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε ἐνσυνείδητα τὸν Χριστό, ὡστόσο ὁ ἴδιος θεώρησε τὴν παραπλάνησή του ὡς ἀποστασία καὶ ἔγκλημα ἐναντίον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων του. Αὐτὸ ἔγινε ἀφετηρία γιὰ ἀκατάπαυστη, βαθιὰ καὶ ἀπαράκλητη μετάνοια. Μὲ τὴ χαρισματικὴ ἀπόγνωση στὴ μετάνοια, ὅπως ὁ ἴδιος τὴν ἀποκαλεῖ, πέτυχε νὰ ἐλευθερωθεῖ τελείως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπαθὴς νὰ εὐμοιρήσει στὴ θεωρία τοῦ ἄκτιστου Φωτὸς τοῦ Προσώπου τοῦ Χρίστου. Τότε ὁ Γέροντας κατανόησε τὸν πνευματικὸ «τόπο» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μὲ θεανθρώπινο πλήρωμα. Εἶδε τὶς δύο μεγάλες ἐντολὲς τῆς ἀγάπης νὰ ἀποβαίνουν νόμος ὁλοκλήρου του εἶναι του, καὶ ἢ μὲν πρώτη νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τὸν ἀκράτητο πόθο γιὰ τὸν θεὸ μέχρι αὐτομίσους, ἢ δὲ δεύτερη μὲ τὴν προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ κόσμου μέχρι αὐτολήθης καὶ πολλῶν δακρύων. Στὴν προσευχὴ αὐτὴ καταπονήθηκε δεκάδες χρόνια.

Ἔχοντας ὁ Γέροντας τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τοῦ προσώπου ἤ, ὅπως προτιμᾶ νὰ λέει, τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς, ἀποκλειστικοῦ χαρίσματος τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ γνωρίζοντας ἀπὸ μέσα τὸ περιεχόμενο τῶν ἰνδικῶν θρησκευμάτων, ἀποδείχθηκε ἀνεκτίμητος ἀπολογητὴς τοῦ ὀρθόδοξου ἡσυχαστικοῦ βιώματος μέσα στὸ συγκρητιστικὸ πνεῦμα καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του. Κατόρθωσε μὲ ἐπιβλητικὴ καὶ ἀναντίρρητη αὐθεντία νὰ διακρίνει τὴ διαφορὰ τῶν θεωριῶν τῶν δύο ἀσκητισμῶν, τοῦ ἰνδικοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ, ποῦ τόσο ἀπέχουν μεταξύ τους, ὅσο τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο. Ἀντέταξε στὴν ἐπὶ μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου αὐτοκτονία, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ὁ ὑπερβατικὸς διαλογισμός, τὴ ζωηφόρο καὶ ἀσύγκριτη πείρα τῆς συναντήσεως καὶ ἑνώσεως μὲ τὸν προσωπικὸ θεὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἡ σχέση του μὲ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔζησε περίπου πέντε χρόνια στὴ Μονὴ τοῦ Ἅγιου Παντελεήμονος, πρὶν ἀκόμη γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Σιλουανό. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1930. Κάθε φορᾶ ποῦ ἔβγαινε νὰ θυμιάσει τοὺς μοναχοὺς αἰσθανόταν δέος καὶ ντροπή, ὅταν περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Μέχρι τότε ὅμως δὲν ἔτυχε νὰ συνομιλήσει μαζί του.

Λίγο χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία τοῦ Γέροντος ἦλθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ ἐρημίτης μοναχὸς π. Βλαδίμηρος, μὲ τὸν ὅποιο συζήτησαν διάφορα πνευματικὰ θέματα. Κατανυγμένος ἀπὸ τὴ συζήτηση καὶ τὴν ὅλη πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς συνομιλίας, ὁ π. Βλαδίμηρος ἀπευθύνει ξαφνικὰ στὸν Γέροντα τὸ ἐρώτημα: «Πάτερ Σωφρόνιε, πές μου ἕναν λόγο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου». Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ Γέροντας, ποῦ ἑτοίμαζε τσάι γιὰ τὸν π. Βλαδίμηρο, λέει: «Νὰ στέκεσαι στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ὅταν δεῖς ὅτι ἀρχίζεις νὰ ἀποκάμνεις, τραβήξου λίγο πίσω καὶ πιὲς ἕνα φλιτζάνι τσάι». Τότε τοῦ ἔδωσε τὸ τσάι. Ὃ λόγος αὐτός, καὶ προπαντὸς ἡ ἐνεργεία ποῦ μετέδωσε, χτύπησε τὸν ἐρημίτη, ποῦ ἀποχώρησε συντετριμμένος, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ τὸν Ἅγιο Σιλουανὸ καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς προτροπῆς.

Τὴν ἑπομένη τῆς συναντήσεως ὁ Γέροντας κατέβαινε ἀπὸ τὴ σκάλα τοῦ πολυώροφου κτιρίου τῆς Μονῆς πρὸς τὴν κεντρικὴ αὐλὴ καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ἀνέβαινε ἀπὸ τὸν ἀρσανὰ πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ συναντηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ .Ὃ Γέροντας ὅμως, ἀπὸ εὐλάβεια ὅπως πάντοτε, λοξοδρόμησε γιὰ νὰ μὴν συναντήσει τὸν Ἅγιο. Ἄλλα καὶ ὁ Σιλουανὸς ἄλλαξε πορεία, καὶ ἢ συνάντηση μπροστὰ στὴν Τράπεζα ἦταν ἀναπόφευκτη. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ρώτησε τὸν Γέροντα: «Πάτερ Σωφρόνιε, ἦλθε σὲ σένα χθὲς ὁ π. Βλαδίμηρος;» Καὶ ὁ Γέροντας, ἀποφεύγοντας ὅλα τὰ ἐνδιάμεσα στάδια τοῦ κοινοῦ διαλόγου, ἀπάντησε: «Ἔσφαλα;». Καὶ ὁ Ἅγιος Σιλουανός, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέει σὲ αὐτόν: «Ὄχι, ἀλλὰ ὁ λόγος ὑπερέβαινε τὰ μέτρα καὶ τὴ δύναμη τοῦ ἀδελφοῦ. Ἔλα αὔριο νὰ συζητήσουμε ἀπὸ κοντά».

Ἔτσι, ὁ π. Σωφρόνιος ἐπισκέφθηκε τον Ἅγιο Σιλουανό, ποῦ τοῦ διηγήθηκε τὴ ζωή του. Ἀνιστόρησε σὲ αὐτὸν τὰ δεκαπέντε χρόνια της πάλης του μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας. Ἐμπιστεύθηκε σὲ αὐτὸν τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο τοῦ Χρίστου «κρατεῖ τὸν νοῦν σου εἰς τὸν ἄδην καὶ μὴ ἀπελπίζου», ποῦ ἀποτέλεσε σταθμὸ στὸν πνευματικό του ἀγώνα, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὁποίου διασώθηκε ἀπὸ κάθε δαιμονικὴ προσβολὴ καὶ καθαρίσθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀπέκτησε τέτοια πίστη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Σιλουανό, ὥστε μὲ τὸ πνεῦμα του νὰ προσκυνεῖ καὶ τὰ ἀχνάρια τῶν ποδιῶν του. Ὅπως ὁ ἴδιος διηγιόταν καὶ ἔγραφε, θεωροῦσε τὴ γνωριμία καὶ τὸν σύνδεσμο μὲ τον Ἅγιο Σιλουανὸ ὡς τὴ μεγαλύτερη πρὸς αὐτὸν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἱστορικὸ αὐτὸ γεγονὸς εἶχε καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὴ μετέπειτα πνευματικὴ ἐξέλιξη καὶ θεολογία του. Ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τον Ἅγιο ἔδωσε στὸν Γέροντα τὴ διαβεβαίωση γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας μὲ τὸ ὅποιο ἐμφορεῖτο ὡς τότε. Πληροφορήθηκε στὴ διδαχή του καὶ μὲ ἀκλόνητη πίστη στὸν λόγο τοῦ ἀπέκτησε σταθερότητα στὴν ἀσκητικὴ ζωή του καὶ ὁδηγήθηκε στὴν ἀπάθεια. Ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῶν ἥμερών του, στὴν ἔρημο καὶ ἀργότερα στὴ διακονία τοῦ μέσα στὸν κόσμο, μαρτυρώντας ὅτι μόνο μὲ τὴν ἑκούσια κατάβαση στον Ἅδη, χάριν τῆς ἐντολῆς, ὁ πιστὸς τοποθετεῖται στὴν ὁδὸ τοῦ Θεοῦ, μαθαίνει τὴν ἀπερίγραπτη ταπείνωση τοῦ Χρίστου καὶ ἑνώνεται μαζί Του.

Ὁ γέροντας

Κατακοσμήθηκε μὲ πολλὰ καὶ μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μεγαλύτερη ἐντύπωση ἂπ’ ὅλα δημιουργοῦσε ὁ λόγος τοῦ θεοῦ, ποῦ ἅρπαζε μὲ τὴν προσευχή του καὶ κυοφοροῦσε ἐνεργὰ στὴν καρδιά του. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Λόγου. Κάθε ἐπαφὴ μαζί του ἦταν ἄνοιγμα ζωῆς καὶ θεωρίας, καὶ ὁ πιὸ συνήθης λόγος τοῦ πληροφοροῦσε μὲ χάρη αὐτοὺς ποῦ τὸν προσέγγιζαν. Προσευχόταν ἐκτενῶς καὶ μὲ ἔνταση για τοὺς πάσχοντες καὶ χαιρόταν ἀκόμη περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ θαῦμα, ὅταν ὁ λόγος καὶ ἢ προσευχὴ τοῦ μεταποιοῦσαν τὴν καρδιά τους. Ἀγωνιζόταν νὰ μειώσει τὸν πόνο τους, ἀλλὰ ἐκδαπανόταν μέχρι τέλους νὰ διακονήσει τὸ μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο θαῦμα τῆς πρόσκαιρης ὑπάρξεως: τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ζῶντος καὶ αἰωνίου θεοῦ.

Κανένα φαινόμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς δὲν ἐξέπληττε τὸν Γέροντα. Εἶχε διανύσει ὅλη τὴν ὁδό. Ἐκτεινόταν συγχρόνως πρὸς ἀπύθμενα βάθη καὶ ἀθεώρητα ὕψη. Εἶχε τὸ χάρισμα τῆς μετανοίας καὶ γνώριζε ἐπίσης τὶς ἀλλοιώσεις καὶ τὰ ἐνεργήματα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἦταν μαθητευμένος στὸν ἀνακαινιστικὸ λόγο τοῦ Χρίστου καὶ ἀφομοιωμένος στὴ μαρτυρικὴ ἱεροσύνη Του. Ἀγαποῦσε μὲ πάθος τὴ θεία Λειτουργία καὶ βεβαίωνε ὅτι ἢ ὀρθὴ τέλεση τῆς ἀφήνει τοὺς ἴδιους καρποὺς χάριτος στὸ ἐπίπεδό της προσευχῆς, ὅπως ἢ ἡσυχαστικὴ προσευχὴ τῆς ἐρήμου.

Ὁ Γέροντας δὲν ἦταν ποτὲ ἀπόλυτος ἀπὸ στείρα αὐτάρκεια στὴ λογικὴ ἀπὸ αὐτοπεποίθηση στὴν πολυπειρία τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ πάντοτε διαμέσου τῆς ἀδιάλειπτης καὶ ταπεινῆς προσευχῆς τοῦ γνώριζε τὸ μυστήριο τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας. Σὲ κάθε ἄνθρωπο ποῦ τὸν προσέγγιζε μετέδιδε κατάλληλο λόγο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὶς δυνατότητες τῆς φύσεώς του. Ὅμοια μὲ τὸν Διδάσκαλό του, τὸν Ἅγιο Σιλουανό, προσευχόταν στὸν ἐλεήμονα Κύριο νὰ γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Θεὸ ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γὴς ἐν Πνεύματι Ἁγίω, καὶ δοκίμαζε μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν ἀναγέννηση ἔστω καὶ ἑνὸς ἀκόμη πιστοῦ.

Ἔλεγε: «Γιὰ νὰ εἶσαι χριστιανός, πρέπει νὰ εἶσαι καλλιτέχνης». Ὅπως οἱ καλλιτέχνες κατέχονται ἀπὸ τὸ ἀντικείμενο τῆς τέχνης τους καὶ τὸν πόθο νὰ τὸ ἐκφράσουν μὲ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ τέλειο τρόπο, ἔτσι καὶ ὁ χριστιανὸς κατέχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο νὰ φθάσει τὴν ἀτελεύτητη τελειότητά Του.

Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του νὰ ἐγγίζει, εἶπε: «Ὅλα τὰ ἔχω πεῖ στὸν Θεό. Τελείωσα ὅ,τι εἶχα νὰ κάνω. Τώρα πρέπει νὰ φύγω». Τότε μὲ ταπεινὴ τόλμη ἔγραψε θερμὸ γράμμα στὸν Παναγιώτατο καὶ Σεπτὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο εὐχαριστώντας Αὐτὸν ἀπὸ καρδιᾶς γιὰ ὅλη τὴν εὔνοια ποῦ ἔδειξε στὴ Μονή του. Ἐξέφρασε βαθιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ παρακάλεσε τὸν Πατριάρχη νὰ ὑπερασπίσει τὸ εὔθραυστο ἔργο τῶν χειρῶν του: «Εὔλογων εὐλόγησαν τὰ τῆς ἐμῆς μάνδρας ταπεινὰ πρόβατα, καὶ μήποτε ἔγκαταλιπης τὴ Σὴ φιλόστοργα) φροντίδι καὶ εὐδοκία τόπον σμικρόν, πτωχὸν καὶ ἀσήμαντον μέν, ἂλλ’ ἐν δάκρυσι πολλοῖς, καὶ ἐκ βάθους στεναγμοῖς, καὶ αἵματι καὶ ἰδρώτι ἱδρυθέντα». Στὸ τέλος τοῦ γράμματος ζήτα τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του, γιὰ νὰ ἀπέλθει «πρὸς τὸ ποθούμενον Φῶς τῆς τοῦ Χρίστου Ἀναστάσεως».

Ὁ Γέροντας ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίω, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ὑπηρετεῖ μὲ τὸν λόγο του καὶ τὶς πρεσβεῖες τοῦ τὸ θαῦμα ποῦ ἀγάπησε ἢ ψυχή του: τὴν ἀναγέννηση τῶν πιστῶν καὶ τὴν πλούσια εἴσοδό τους στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου ἠμῶν καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χρίστου.

Θαυματουργὸς χάρη

Θαύματα κατὰ τo θάνατό του, εἴδαμε πάμπολλα. Τὰ διηγοῦνται ἄνθρωποι ἀπὸ διάφορες χῶρες τοῦ κόσμου. Μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς εὐεργετηθέντες, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν εὐχαριστία τους, ἀνήγειραν ναοὺς καὶ κατασκεύασαν εἰκόνες πρὸς τιμὴ τοῦ °Ἁγίου του Γέροντα, τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ. Ἀντισταθήκαμε ὅμως στὸν πειρασμὸ νὰ τὰ καταγράψουμε, γιὰ νὰ μείνει ἢ ἔμφαση στὸν χαρισματικὸ λόγο ποῦ τοῦ ἔδωσε ὁ θεός, ἱκανὸ νὰ ἐμπνεύσει καὶ νὰ ὁδηγήσει σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία.

Στὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ ὂ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι, ἂν τὸ καθένα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ ἀναγραφόταν ξεχωριστά, οὔτε ὁ κόσμος ὅλος θὰ χωροῦσε τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἔτσι ἀρκεῖται στὴν παράθεση ἑπτὰ μόνο σημείων ποῦ «ἐποίησεν» ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς ἐκτεταμένης διδαχῆς τῶν λόγων Του. ‘Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοί του Θεοῦ εἶναι μέτοχοί της ἴδιας θείας ἐνεργείας ποῦ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει ὁ κόσμος. Γι’ αὐτὸ καὶ στοὺς βίους τῶν Ἅγιων, ποῦ ὁ Θεὸς δόξασε μὲ τὴ δωρεὰ τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ Λόγου Του, παρατίθενται ἕνα ἢ δύο ἢ τρία θαύματα μόνο, ὥστε νὰ παραμείνει ὁ τονισμὸς καὶ ἢ προσοχὴ τῶν πιστῶν στὸν προφητικὸ χαρακτήρα τῆς διδασκαλίας τους πρὸς καταρτισμὸ καὶ οἰκοδομῆ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντας τὰ παραπάνω ὡς κανόνα, τὸν ὅποιο ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀκολούθησε στὴν περιγραφὴ τοῦ βίου τοῦ Ἅγιου Σιλουανοῦ, καὶ ὑποκύπτοντας κάπως στὴν ἐπίμονη παράκληση πολλῶν ἀδελφῶν καὶ φίλων, προβαίνουμε στὴ διήγηση ἑνὸς μόνο θαυμαστοῦ γεγονότος, ποῦ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε σὲ μία κρίσιμη στιγμὴ τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα, μαρτυρώντας ἔτσι τὴν εὐδοκία τοῦ θελήματός Του.

Ὅταν ὁ Γέροντας ὑπέβαλε αἴτηση νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Ἀγγλία μὲ ὅλη τὴ συνοδεία του, ἔγινε τὸ ἑξῆς:Σὲ συνέντευξή του μὲ τὸν Ἄγγλο πρόξενο στὸ Παρίσι ἐρωτήθηκε γιὰ ποιὸ λόγο ἤθελε νὰ μεταβεῖ στὴν Ἀγγλία καὶ τί θὰ εἶχε νὰ προσφέρει στὴ χώρα αὐτή. Ὃ Γέροντας ἀπάντησε ὅτι τίποτα δὲν εἶχε νὰ προσφέρει οὔτε νὰ συμβάλλει παραγωγικὰ στὴν οἰκονομία της, ἀλλὰ ὅτι γύρευε ἕνα ἥσυχο μέρος γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λειτουργία. Καὶ ὁ πρόξενος ἀπορημένος μονολόγησε: «Παράξενοι ἄνθρωποι»!

Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες διεξαγόταν ἔντονη συζήτηση στὴ Βουλὴ τῆς Μεγάλης Βρετανίας γιὰ τὸ θέμα τοῦ μεταναστευτικοῦ ρεύματος καὶ γιὰ τοὺς ὅρους, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἐπιτρεπόταν ἢ εἴσοδος τῶν ἀλλοδαπῶν στὴ χώρα αὐτή. Τὸ θέμα ἀνέλαβε νὰ ρυθμίσει ὁ τότε ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν, Α. Β, ὁ ὅποιος καὶ πρότεινε νὰ εἰσαγάγει «σημαντικὲς ἀλλαγὲς» στὴ μεταναστευτικὴ πολιτικὴ τῆς Κυβερνήσεως. Ἀπέρριψε τὴν πρόταση τῶν σοσιαλιστῶν νὰ ἀλλάξουν τὸ ἄρθρο τοῦ νόμου ποῦ περιόριζε τὴν εἴσοδο τῶν ἀλλοδαπῶν, ἀναγγέλλοντας ὡστόσο ὅτι μερικοὶ περιορισμοὶ θὰ μετριασθοῦν: «Οἱ παραχωρήσεις κυρίως θὰ ἀφοροῦν εὔπορους ἀνθρώπους, ποῦ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐγκαταβιώσουν στὴ χώρα μας, γιατί ἀρέσει σ’ αὐτοὺς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας». Στὴν εἰσήγηση αὐτὴ ὁ κοινοβουλευτικὸς ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος Hale διαφώνησε λέγοντας: «”Ἂν οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι κατέφθαναν στὸ λιμάνι τοὺ Dover… τότε σύμφωνα μὲ τοὺς ἐξωτερικούς μας κανονισμοὺς θὰ μποροῦσε νὰ εἰσέλθει στὴ χώρα μας μόνο ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, στὸν ὅποιο τὰ τριάκοντα ἀργύρια θὰ ἐπαρκοῦσαν νὰ ζήσει κατὰ τὴν περίοδο ἀναζητήσεως ἐργασίας, τὴν ὁποία βρίσκοντας θὰ ἀποκτοῦσε τὸ δικαίωμα νὰ παρατείνει τὴν προθεσμία τῆς παραμονῆς τοῦ (βλέπε σχετικὰ τὰ πρακτικὰ τῶν συζητήσεων τῆς Βουλῆς στὶς ἐφημερίδες Times καὶ DailyMail, Λονδίνο, 21 Νοεμβρίου 1958, σ. 9 καὶ 12 καὶ σ. 11αντιστοίχως). Τὸ κατὰ Πρόνοια Θεοῦ περιστατικὸ αὐτὸ προετοίμασε τὸ ἔδαφος. Ἢ αἴτηση τοῦ Γέροντα γιὰ νὰ μεταβεῖ μὲ τὴ συνοδεία του στὴν Ἀγγλία ἦταν ἢ πρώτη ποῦ ἐξετάσθηκε καὶ ἱκανοποιήθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ὑπουργὸ Ἐσωτερικῶν Α. Β, ὁ ὅποιος ἔγραψε πάνω στὴν αἴτηση τὴν ἀπόφαση: «Δῶστε στὸν ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο ὅλα ὅσα ζητεῖ».

Ἀπὸ τὸ https://www.imga.gr/stalagmata/o_geron_sofronios_tou_essex.htm

 

 

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, ἐγεννήθη στό χωριό Σηρικάρι τοῦ Νομοῦ Χανίων Κρήτης. Σέ πολύ μικρή ἡλικία στερήθηκε καί τούς δύο γονεῖς του. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ παπποῦς του τόν ἔστειλε νά ἐργαστῆ σ” ἕνα κουρεῖο στά Χανιά. Στήν ἐργασία αὐτή τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι, ἐπειδή ἦταν ὄμορφος, ἔξυπνος καί κοινωνικός.

Ὅμως ἡ ζωή τοῦ ἐπεφύλασσε ἕνα πολύ δύσκολο καί ὀδυνηρό ἄθλημα, πού ἄρχισε τότε, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαδιῶν τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τῆς γνωστῆς Λέπρας.

Γιά νά μή τόν ἀντιληφθοῦν οἱ ἀρχές καί τόν κλείσουν στό ἄνυδρο νησί τῆς Σπιναλόγκας, σέ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἔφυγε γιά τήν ᾿Αλεξάνδρεια.

᾿Εκεῖ γνωρίστηκε μέ τήν ἀνθοῦσα τότε ῾Ελληνική παροικία καί μέ ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου καί ὅλοι αὐτοί ἀγάπησαν πολύ τόν καλό Νικόλαο.

Μετά ἀπό λίγα χρόνια, πού τά σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν πολύ ἐμφανῆ, ἔπρεπε καί ἀπό ἐκεῖ νά φύγει. Νά πάη, ὅμως, ποῦ; Κανένα δέν γνώριζε πουθενά. Τότε ἕνας ᾿Αρχιερεύς, πού ὁ Νικόλαος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό πρόβλημά του, τόν ἔστειλε στό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, κοντά στόν Πατέρα ῎Ανθιμο, τόν μετέπειτα Ἅγιο Ἄνθιμο. Μετά τρία χρόνια, ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τόν ἔκειρε μοναχό, μέ τό ὄνομα Νικηφόρος. Κοντά στόν Πατέρα ῎Ανθιμο, ὁ Πατήρ Νικηφόρος ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.

Ὅταν ἔκλεισε τό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, ὁ Πατήρ ῎Ανθιμος τόν ἔστειλε στόν ᾿Αντιλεπρικό Σταθμό τῶν ᾿Αθηνῶν μέ συστατική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἔγραφε στόν Πατέρα Εὐμένιο, πού ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ, νά προσέξη «τόν θησαυρό πού τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἔχει πολλά νά ὠφεληθῆ ἀπό αὐτόν.

᾿Εκεῖ ὁ Πατήρ Νικηφόρος πέρασε ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή του.῾Ο Πατήρ Εὐμένιος τόν φρόντισε μέ πολλή ἀγάπη καί τόν εἶχε ὡς πνευματικό του πατέρα.

῾Ο Ὅσιος πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος ἐκοιμήθη στίς 4 ᾿Ιανουαρίου 1964, προπαραμονή τῶν Θεοφανείων.

Θαύματα ἐπετέλεσε ἤδη κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, καί ἐπιτελεῖ πολύ περισσότερα μετά θάνατον, ὅπως τό ὁμολογοῦν πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθηκαν ἀπό αὐτόν.

Ἀπό τό βιβλίο Σίμωνος Μοναχοῦ «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ, ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ»

 

 

 

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.

        Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνη μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνη μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.

        Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.

        Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέραν του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.

        Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:

        «Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.

        Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε».

        Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.

        Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.

        Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.

        Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.

        Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.

        Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.

        Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

        Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.

        Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

        Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:

        «Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.

        Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.

        -Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;

        -Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσης τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.

        Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».

        Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.

        Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῆ τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχή» καὶ θὰ φύγετε».

        Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνέκφραστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:

        «Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χείρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.

        Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».

        Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.

        Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

        Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούση κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

        Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

        Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνη ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς…». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.

        Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.

        Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.

Από το https://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerwn_iwshf_hsyxasths.htm




 

Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρὴς γεννήθηκε στὸ νησὶ τῆς ἀποκάλυψης, στὴν Πάτμο τὸ 1889. Ὑπῆρξε μεγάλος ὑπερασπιστὴς τῆς ὀρθοδοξίας, ἔχοντας ὑποφέρει πολλὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς στὰ νησιὰ τῆς Δωδεκανήσου. Κατὰ τὴ διάρκεια ἐκείων τῶν χρόνων, ἵδρυσε πολλὰ κρυφὰ σχολειὰ καὶ διασφάλισε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη θὰ συνεχιζόταν καὶ θὰ μεταλαμπαδευόταν στὰ νέα παιδιὰ τῶν νησιῶν, παρὰ τὶς ἀπόπειρες τῶν φασιστὼν καὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὶς ρίζες τους. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο. Ἐπίσης ἵδρυσε τὴ Γυναικεία Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ 1937, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἕως σήμερα σῆμα ἀκτατεθὲν γιὰ τὸν πιστό. Ἔχει χαρακτηριστεῖ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, τὴν ἀγάπη του, τὴν ταπεινότητά του καὶ τὴν πατρική του ἀνησυχία γιὰ τὰ πνευματικὰ παιδιά του.

Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ὑπῆρξε μεγάλος ὀπαδὸς τῆς δύναμης τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς Ἱεραποστολῆς. Ὁ ἴδιος ταξίδεψε ὡς ἱεροκήρυκας κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν πολεμικῶν ἐτῶν καὶ ἀργότερα. Ἐπιπλέον ὁ γέροντας ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια σὲ διάφορα ἑλληνικὰ νησιὰ καὶ ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὰ ὀρφανοτροφεῖα καὶ διάφορα ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα.

Ὁ πρεσβύτερος ἐκοιμήθει τὸ 1970.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ γέροντας Ἀμφιλόχιος Μακρής. Μιὰ σύγχρονη μορφὴ τῆς Πάτμου»

 

 

Ο Όσιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1844 μ.Χ., μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια ευλαβών γονέων και ήτο ο μικρότερος υιός φέρων το όνομα Δημήτριος. Ήταν αριστούχος απόφοιτος της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Από τα 19 του έτη είχε τον ευλαβή πόθο να αφιερωθεί στον μοναχισμό. Στην αρχή μετά από τη συμβουλή του αγιοταφίτου πνευματικού του επεσκέφθη διάφορα μοναστήρια στην Πελοπόννησο και στα νησιά, όπως την Ύδρα, την Τήνο την Πάρο και την Ικαρία, όπου και γνώρισε φημισμένους αγίους γέροντες.

Στην Πάρο γνώρισε και συνδέθηκε πνευματικά με τον όσιο Αρσένιο της Πάρου (βλέπε 31 Ιανουαρίου), ο οποίος του συνέστησε να μεταβεί στο Περιβόλι της Παναγίας και συγκεκριμένα στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου εκείνη την εποχή ήκμαζε ως κοινόβιο. Ο γέρων Δανιήλ υπακούοντας στον όσιο Αρσένιο κατευθύνθηκε προς την εν λόγω Ιερά Μονή και εκάρη μοναχός το 1866 μ.Χ. με το όνομα Δανιήλ, όπου και ανέλαβε τη διακονία του γραμματέως της Μονής. Την περίοδο που εγκαταβιούσε στην Ιερά Μονή άρχισαν οι διενέξεις των Ρώσων μοναχών, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν μειοψηφία έχοντας σκοπό να εφαρμόσουν τα ρωσικά σχέδια του πανσλαβισμού και την επέκταση των Ρώσων στο Άγιον Όρος αλλά και να αναλάβουν τη διοίκηση της Ιεράς Μονής. Μετά από φιλονικίες αναγκάστηκαν οι Έλληνες μοναχοί να εγκαταλείψουν το μοναστήρι ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μοναχός Δανιήλ. Κατά την αναχώρησή του εκλήθη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο λόγω κάποιων συκοφαντιών, όπου και τιμωρήθηκε αδίκως με οριστική απομάκρυνση από την Ιερά Μονή.

Τα βήματά του τον οδήγησαν στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ (τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) ο οποίος αναγνώρισε την αδικία και του πρότεινε να εγκαταβιώσει σε Μονή της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έτσι, ο γέρων Δανιήλ αποφάσισε να εγκαταβιώσει στην Ιερά Μονή Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Εκεί, η συνεισφορά του ήταν μεγάλη στην πνευματική ανόρθωση της Μονής με την εισαγωγή του αγιορείτικου τυπικού στις ακολουθίες, τις αγρυπνίες και τη νηστεία. Όταν ανεκλήθη η εξορία του οσίου γέροντος Δανιήλ, εκείνος επέστρεψε στο Άγιον Όρος όπου για πέντε έτη διέμενε στην Ιερά μονή Βατοπαιδίου. Εστάλη δέ από την εν λόγῳ Ιερά Μονή στη Σμύρνη για υποθέσεις του Μετοχίου της Μονής. Ο γέρων Δανιήλ παρέμεινε στη Σμύρνη εννέα μήνες, όπου ο τότε Μητροπολίτης Σμύρνης Μελέτιος διέγνωσε τα πνευματικά του χαρίσματα και του πρότεινε να τον χειροτονήσει Βοηθό Επίσκοπό του. Ο γέρων αρνήθηκε και επέστρεψε στο Άγιον Όρος, όπου το 1881 μ.Χ. θέλησε να αφιερωθεί στη ησυχία και ως τόπο ησυχίας διάλεξε την έρημο του Αγίου Όρους και συγκεκριμένα τα Κατουνάκια, όπου έκτισε μία καλύβη και η οποία απετέλεσε το θεμέλιο για το μετέπειτα Ιερό Ησυχαστήριο της Αδελφότητος των Δανιηλαίων.

Εκεί στα Κατουνάκια επεδόθη στη μελέτη της φιλοκαλίας, της προσευχής, της αυστηράς ασκήσεως και συγχρόνως ασκούσε και την τέχνη της αγιογραφίας. Σύντομα, η αρετή του συνδυασμένη με την άσκηση, την προσευχή και τη νηστεία, τη μελέτη και την πείρα του, συνέδραμε ώστε να εντοπίζει πλάνες, να διορθώνει τους πλανεμένους, να θεραπεύει δαιμονόπληκτους και να επαναφέρει πολλούς χριστιανούς στην αγιοπατερική οδό αυτών που πίστευαν περί του τρισυνθέτου ανθρώπου μακρακιστών. Ο γέρων Δανιήλ, ήδη ενώ ζούσε στη λιτή καλύβη του ψηλά στα βράχια της ερήμου των Κατουνακίων, είχε επιβληθεί στη συνείδηση των αγιορειτών πατέρων ως κανών και γνώμων ορθοδοξίας, ως το ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάγνωση των πλανών ακόμη και σε πολλούς προχωρημένους στην πνευματική τους ζωή μοναχούς. Κατέληξε ο όσιος γέροντας να είναι ο εκφραστής της αυτοσυνειδησίας του Αγίου Όρους, υπέρμαχος της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, όπου η γνώμη του αποτελούσε εγγύηση ορθοδοξίας. Συνέγραψε πραγματείες και εκατοντάδες επιστολές βοηθώντας αρχιερείς, ιερείς, μοναχούς, μοναχές και ευσεβείς χριστιανούς, ώστε να αντιμετωπίζουν σωστά τα πνευματικά και θεολογικά ζητήματα.

Ο γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης ήταν ο κατεξοχήν διακριτικός γέρων, διδάσκαλος της πνευματικής ζωής και της διακρίσεως των πνευμάτων αλλά και της διακρίσεως ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη. Καταξιωμένοι γέροντες και πνευματικοί ζητούσαν συμβολές και κατευθύνσεις για την άσκηση του πνευματικού έργου, όπως ο γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ο γέρων Αμφιλόχιος Μακρής (βλέπε 16 Απριλίου). Ιδιαιτέρα ήταν η σχέση του με τον Άγιον Νεκτάριον, Επίσκοπον Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου), τον οποίο ο γέρων βοήθησε με επιστολές του σε πνευματικά θέματα αλλά και με τον Σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, μετέπειτα μοναχόν Ανδρόνικον. Επίσης, ο γέρων Δανιήλ συνέβαλε κομβικά, θα λέγαμε, στη συνάντησή του με τον νεαρό Φραγκίσκο Κόττη, τον μετέπειτα μεγάλο ησυχαστή της ερήμου μοναχό γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή (βλέπε 16 Αυγούστου), στον οποίο έδωσε κατευθύνσεις για τα πρώτα βήματα στη μοναχική του ζωή και πνευματική πορεία μαζί με τον συνασκητή του μοναχό Αρσένιο Σπηλαιώτη. Ο γέρων τους έβαλε φραγμό στον χωρίς επίγνωση ασκητικό νεανικό ζήλο, τον οποίο ποθούσαν και γι΄αυτό τους συνέστησε να υποταχθούν και να κάνουν υπακοή πρώτα σε κάποιο γέροντα. Έτσι ο γέρων Δανιήλ τους προστάτεψε από επικίνδυνες ατραπούς για την μετέπειτα πνευματική τους πορεία και προκοπή.

Ο γέρων Δανιήλ, πραγματικά με την οσιακή του βιοτή κατέστη καθοδηγητής, ιατρός και απελευθερωτής πασχόντων, δαιμονισμένων, πλανεμένων, προβληματισμένων και ταλαιπωρημένων ανθρώπων, ο οποίος ακούραστος νύχτες ολόκληρες αγρυπνούσε και έγραφε μελέτες και επιστολές προς φωτισμόν και στηριγμόν των ευσεβών ορθοδόξων αδελφών του. Χαρακτηριστικό του οσίου γέροντος Δανιήλ ήταν η ένθερμη Θεοτοκοφιλία του, η αγάπη του προς την Κυρά του Όρους, προς την Υπεραγία Θεοτόκο. Γι΄ αυτό και η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής του ήταν όταν αναχωρούσε από τα επίγεια στα ουράνια την ημέρα των γενεθλίων της Θεοτόκου, μετά την προσέλευσή του στη Θεία Κοινωνία, την 8ην Σεπτεμβρίου 1929 μ.Χ. Η είδηση της οσιακής κοίμησεως του γέροντος έφερε αμέσως και το μεγάλο κενό που άφηνε πίσω του. Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, στο συλλυπητήριο γράμμα της προς την Αδελφότητα των Δανιηλαίων έγραφε: «Η απώλεια του αειμνήστου Γέροντος Δανιήλ δεν είναι απώλεια μερική, αλλά γενική του ιερού ημών τόπου και ιδία της καθ΄ ημάς Ιεράς Μονής, ης απετέλει σέμνωμα και κόσμημα της περιοχής της. Εν τω προσώπω του μάκαρος Δανιήλ το Άγιον Όρος απώλεσε την τελευταίαν φυσιογνωμίαν οσιακήν της συγχρόνου Αγιορείτικης γενεάς».

Ο Γέρων Ευλόγιος Κουρίλας ο Λαυριώτης (1880 – 1961 μ.Χ.), μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσάς (1937 – 1939 μ.Χ.) και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1942 – 1949 μ.Χ.), στη συλλυπητήρια επιστολή του (22 Σεπτεμβρίου 1929 μ.Χ.) προς τους Δανιηλαίους για την εκδημία του Γέροντος Δανιήλ, έγραφε μεταξύ άλλων: «Ὁ θάνατος αὐτοῦ ἀφίησιν ἀνεκπλήρωτον κενόν εἰς τήν σύστασιν τοῦ συγχρόνου ἀσκητισμοῦ. Δέν βλέπω ἐκεῖ πέριξ ἄλλον Δανιήλ καί τοῦτο μέ τρομάζει! Πάντες διασχίζοντες τά ἀπρόσιτα ἐκεῖνα μέρη εὕρισκον ὄασιν ἐν τοῖς Κατουνακίοις καί ᾐσθάνοντο ἀνακούφισιν τῶν κόπων ἐκ τῆς μετ’ αὐτοῦ συναναστροφῆς, τώρα ἀπωλέσαμεν καί τήν παρηγορίαν ταύτην!».

Πραγματικά, ο όσιος πατήρ ημών Δανιήλ Κατουνακιώτης με την οσιακή βιοτή του απετέλεσε αναμφισβήτητα για τους λόγους και τα έργα του σοφόν καθοδηγόν, φωτισμένον και διακριτικόν, πλήρη πνευματικών χαρισμάτων.

  Ὁ μακάριος Ἅγιος Γέροντας Γεώργιος καταγόμενος ἀπό τόν Πόντο γνώρισε ἀπό πολύ νωρίς τήν ὀρφάνια καί τήν μοναξιά. Μετά ἀπό διώξεις καί φυλακίσεις ἀπό τό ἄθεο καθεστώς τῆς Γεωργίας, φθάνει στήν Ἑλλάδα, ὅπου ζώντας ἀσκητικά καί μέ θερμή πίστη, χαριτώνεται ὁ ταπεινός καί ἄξιος λειτουργός του Ὑψίστου μέ χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως καί προφητείας.

     Συμπληρώνονται ἐφέτος 46 ἔτη ἀπό τήν μακαρία ἐκδημία τοῦ ἀοιδίμου πατρός Γεωργίου, πού γεννήθηκε στήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου τό 1901. Νωρίς ὀρφάνεψε καί τήν ἀνατροφή τοῦ ἀνέλαβε ἡ εὐλαβής γιαγιά του. Μετά τόν θάνατο τῆς γιαγιᾶς του καί τῆς ἀδελφῆς του ἀναχωρεῖ μέ τόν παππού του γιά τό Ἐρζερούμ, τήν Θεοδοσιούπολη τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας. Ὁ θάνατος καί τοῦ πάπ ποῦ του καί ἡ κακομεταχείριση τοῦ ἀδελφοῦ του τόν φέρνουν στά μέρη τοῦ Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι ἀναγκεμένος, συντροφευόμενος ἀπό ἁγίους σέ ὄνειρα καί ὁράματα, φθάνει στήν Τυφλίδα τῆς Γεωργίας καί ὁδηγεῖται ἀπό τόν ἐκεῖ ἐπίσκοπο στήν Ἱερά Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐνδύεται τό τίμιό του μοναχοῦ ἔνδυμα στήν ἡλικία μόλις τῶν ἐννέα ἐτῶν. Θά τό διατηρήσει ἐπί μισό αἰώνα.

Ἡ κουρά του

     Ἀγάπησε τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή ἀπό παιδί. Στίς 20 Ἰουλίου 1919 κείρεται μοναχός καί ἀπό Ἀθανάσιος ὀνομάζεται Συμεών. Κατά τήν ὥρα τῆς κουρᾶς τοῦ λέγεται πώς οἱ καμπάνες σήμαιναν μόνες τους

     Στήν Μονή συνάντησε ἕναν θεῖο τοῦ ἐπίσκοπο, πού τόν βοήθησε πνευματικά. Τό ἄθεο καθεστώς τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1917 δίωξε τήν Ἐκκλη σία, τόν κλῆρο καί τόν μοναχισμό. Μαζί μέ ἄλλους μοναχούς της μονῆς τοῦ φυλακίσθηκε σέ μία ἀνήλια καί ὑπόγεια φυλακή, ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν ὑπόνομοι. Ὑπέμεινε μεγάλες καί φρικτές κακουχίες μέ ἐλπίδα στόν Θεό. Πολλοί ἀδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τόν βίο τούς ἐκεῖ. Μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας γλύτωσε ἀπό βέβαιο θάνατο. Στίς 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ἱερεύς κι ὀνομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργοῦσε στά γεωργιανά.

     Σύντομα ἀπέκτησε φήμη διακριτικοῦ, διορατικοῦ καί προορατικοῦ Γέροντος. Πολύς κόσμος ἐρχόταν ἀπό μακριά γιά νά γνωρίσει καί νά συμβουλευθεῖ τόν νεαρό ἱερομόναχο. Τό 1923 ἀπό τήν Τυφλίδα μεταβαίνει στό Σουχούμ. Στίς συχνές θεῖες λειτουργίες τοῦ μνημόνευε πολλά ὀνόματα. Στό κελλί τοῦ μελετοῦσε καί προσευχόταν συνεχῶς Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἄσκηση, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ νηστεία ἦταν ἀδιάκοπες. Οἱ προφητεῖες τοῦ ἐκπληρώνονταν Ὅλοι τόν πλησίαζαν ὡς ἅγιο. Τό 1929 καταφέρνει νά ἔλθει στήν Ἑλλάδα.

Ἄφιξη στήν Ἑλλάδα

     Δοξάζει τόν Θεό γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Πόντος, ἡ Γεωργία καί ἡ Ρωσία μένουν στήν μνήμη του ὡς τόποι ἀγώνων, μαρτυρίων καί θυσιῶν. Ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, ὅπου φθάνει στίς 19 Ὀκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στήν Κατερίνη καί στά χωριά Ἁλώνια καί Κοῦκκος, Μικρό Δάσος τοῦ Κιλκίς καί τέλος τό 1930 στήν Σίψα τῆς Δράμας. Οἱ κακουχίες τῆς φυλακῆς τῆς Γεωργίας τόν εἶχαν ἀφήσει ἡμιπαράλυτο, πολύ ἀδύναμο καί πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ νά περπατήσει, ὥστε τόν σήκωναν στά χέρια, γιά νά μετακινηθεῖ.

     Ὅλη ἡ περιουσία τοῦ ἦταν λίγα ἐκκλησιαστικά βιβλία στήν γεωργιανή γλώσσα, ἱερατικά ἄμφια, εἰκόνες καί μέρος τῶν λειψάνων τῆς ἀδελφῆς του Ἄννας. Κόσμος πολύς ἀρχίζει νά τόν πλησιάζει γιά νά βοηθηθεῖ. Ὁ φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος καί φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, ἐξομολογεῖ καί νουθετεῖ. Τό 1938 κτίζει τό μοναστηράκι τῆς Ἀναλήψεως. Ἐκεῖ θά λειτουργεῖ, θά ἐξομολογεῖ, θά κηρύττει, θά προλέγει, θά θαυματουργεῖ ἐπί μία ὁλόκληρη εἰκοσαετία. Ὁ ναός καί τό κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ γιά σωματικές καί ψυχικές ἀσθένειες πολλῶν.

     Μεταβαίνει προσκυνητής στά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιον Ὅρος κι ἔχει συναντήσεις μέ ἱερές μορφές, πού τόν πείθουν νά μείνει ἐκεῖ πού εἶναι, γιατί ἔχει μεγάλη ἀνάγκη ὁ πιστός λαός τήν παρουσία καί τήν μαρτυρία του. Τό 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται ἀπό βέβαιο θάνατο ἀπό τούς Βούλγαρους, πού τόν εἶχαν συλλάβει πρός ἐκτέλεση.
     Ὅλη ἡ ζωή τοῦ κυλᾶ μέσα σ’ ἕνα συνεχές θαῦμα. Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Νικολάου θεραπεύεται, ὥστε νά μπορεῖ κάπως ν’ αὐτοσυντηρεῖται.

     Πάντα λιτός, ἁπλός, νηστευτής, ἄγρυπνος, φιλάσθενος καί δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αὐστηρός καί σοβαρός. Σέ μεγάλη ἀνάγκη ἐπισκεπτόταν φτωχούς κι ἀσθενεῖς. Εἶχε βοηθηθεῖ ὁ ἴδιος κι ἔτσι μποροῦσε νά βοηθήσει καί τούς ἄλλους.

     Κατά τήν ἁγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ὁρισμένα καί στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας καλοῦσε ἰδιαίτερά τους συγγενεῖς καί τούς ἔλεγε τά προβλήματα τῶν ζώντων ἡ τῶν κοιμηθέντων καί πώς τελείωσαν τόν βίο τους. Καθαροί καί ἀθῶοι ἄνθρωποι τόν ἔβλεπαν ὡς λειτουργό νά μήν πατᾶ στήν γη.

     Στίς ἀναίμακτες θεῖες ἱερουργίες ἦταν φωτεινός, εἰρηνικός καί χαροῦ μένος.

     Συλλειτουργοῦσε μέ ἁγίους. «Σπάνια λειτουργῶ μόνος μου», ἔλεγε ὁ Γέροντας Εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στήν Παναγία, στόν Τίμιο Πρόδρομο καί τόν ἅγιο Γεώργιο! Πολλούς ἀσθενεῖς κι ἀναγκεμένους ἀνθρώπους τούς ἔστελνε σέ διάφορους ἁγίους καί μέ τήν εὐχή τοῦ γίνονταν καλά. Ἀπό ταπείνωση δέν ἤθελε νά τιμᾶται ἡ ἀναξιότητά του, ἀλλά νά δοξάζεται ὁ θεός ἀπό τούς ἁγίους του. Τούς ἁγίους ὀνόμαζε μουσαφίρηδες. Εἶχε τήν χάρη νά βλέπει τήν ψυχική κατάσταση τῶν ἐκκλησιαζομένων.

     Ὁ Γέροντας ἦταν αὐστηρός τηρητής τῶν Ἱερῶν Καvώνων τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἦταν εὔκολος σέ ἀνεπίτρεπτες «οἰκονομίες». Γινόταν πιό αὐστηρός στούς ἀμετανόητους. Τό λειτούργημα τοῦ Πνευματικοῦ τό εἶχε πολύ ὑψηλά καί τό εἶχε λάβει πολύ σοβαρά. Δέν ἤθελε ὀπαδούς νά τόν κολακεύουν. Εἶχε πάντα μία διακριτική αὐστηρότητα. Ἀποσκοποῦσε συστηματικά στήν ταπείνωση τοῦ ἐξομολογουμένου, στήν ἀληθινή συντριβή καί μετάνοια πρός σωτη ρία ψυχῶν ἀθανάτων.

Ὁ χαρισματοῦχος ποιμένας

     Ἡ θερμή πίστη, ἡ ἀσκητική βιοτή, ἡ καθαρή ζωή χαρίτωσαν τόν ταπεινό κι ἄξιο λειτουργό του Ὑψίστου μέ χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως καί προφητείας. Ὁ Θεός φώτιζε τόν μακάριο Γέροντα ἔτσι πού τά μακρινά καί τά παρελθόντα νά τά βλέπει ὡς πλησίον καί παρόντα, ὅπως καί ἄλλοτε τά μέλλοντα, καθώς διηγοῦνται μέ θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί πού ἀμφέβαλλαν γιά τά χαρίσματα τοῦ Γέροντα
δέν ἀργοῦσαν, ὅταν τόν γνώριζαν καλά, νά διαπιστώσουν πώς πράγματι ἦταν ἀληθινός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τά χαρίσματα πρός βοήθεια καί σωτηρία τῶν ψυχῶν κι ὄχι γιά νά ἐκθέσει καί ντροπιάσει ἀνθρώπους ἤ νά καυχηθεῖ καί νά προβληθεῖ ὁ ἴδιος. Μέ δάκρυα πολλά μιλοῦσε καθαρά γιά τά ἐπερχόμενα δεινά· τήν κατοχή τοῦ 1940, τήν ἐπιδρομή τῶν Βουλγάρων, τόν ἐμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων σάν ἀνοιχτό βιβλίο Γιά νά διατηρεῖται στήν ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Ἡ ἀρετή θέλει πολύ κόπο γιά ν’ ἀποκτηθεῖ καί περισσή τέχνη γιά νά διαφυλαχθεῖ.

     Ὁ Γέροντας στό ποιμαντικό του ἔργο ἔδειχνε ἰδιαίτερη προσοχή στίς γυναῖκες, πού λόγιό του πλούσιου συναισθηματικοῦ τους κόσμου εὔκολα ὑπερβάλλουν στίς τιμές τῶν ἄλλων. Ἦταν διακριτικά αὐστηρός μαζί τους. Ἔκρυβε ὅμως μία καρδιά μέ μεγάλη ἀγάπη γιά ὅλους.  Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἦταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτεινίαζε ἔστελνε κρυφά μ’ ἔμπιστους δικούς του ἀνθρώπους ἀναγκαία τρόφιμα καί ροῦχα στά σπίτια τῶν φτωχῶν. Παρηγοροῦσε τούς πενθοῦντες καί φρόντιζε πρό σεκτικά τούς νεκρούς. Ἀγαποῦσε τά παιδιά, τά συμβούλευε στοργικά καί τούς μοίραζε ἁπλόχερα δῶρα. Ἔκρυβε πάντα τόν ἑαυτό του καί δέν ἤθελε νά φαίνεται καί νά τιμᾶται. Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε κανένας νά φύγει ἀπό τό μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί καί μοίραζε σέ ὅλους εὐλογία. Ἦταν ἐργατικός, ἀκούραστος, ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος.

     Οἱ πιστοί ἔτρεφαν γιά ὅλα αὐτά σεβασμό καί ἀγάπη στόν Γέροντα. Δεχόταν τήν ἀγάπη τῶν τέκνων του, ἀλλά δέν τήν προκαλοῦσε καί δέν τήν ἐπιθυμοῦσε. Ἦταν ταπεινός κι ἀγά ποῦσε ἰδιαίτερα νά μιλᾶ γιά τήν ἁγία ταπείνωση. Ζοῦσε τελικά σέ μία ἱερή μοναξιά. Οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων δέν τόν κατανοοῦσαν καί μερικοί μάλιστα τόν παρεξηγοῦσαν. Λίγοι μποροῦσαν νά καταλάβουν καλά τό βάθος τῆς πνευματικότητός του.

Ἡ κοίμησή του

     Προεῖδε καί προεῖπε ἐπακριβῶς τό μακάριο τέλος του. Προετοιμασμένος ἀπό καιρό τό ἀνέμενε μέ περισσότερη προσευχή δίνοντας τίς τελευταῖες συμβουλές στ/ ἀγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεῖς μέρες πρίν τόν θάνατο τοῦ τελέσθηκε τό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ εὐχελαίου. Μετάλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, εὐλόγησε κι εὐχήθηκε ὅλους. Κοιμήθηκε στίς 4 Νεομβρίου 1959. Οἱ τελευταῖες λέξεις πού ἀκούσθηκαν ἀπό τά χείλη τοῦ ἦταν: «Τῆς εὐσπλαγχνίας τήν πύλην ἀνοιξον, εὐλογημένη Θεοτόκε».

     Ἕνα ὀρφανεμένο, πενθηφόρο κι ἀπαρηγόρητο πλῆθος τόν ἀκολούθησε στήν τελευταία κατοικία του, πίσω ἀπό τόν ἱερό ναό τῆς Ἀναλήψεως, ὅπου λειτουργοῦσε ἐπί τριάντα περίπου χρόνια. Τό πρόσωπο τοῦ ἦταν εἰρηνικό, ἱλαρό καί φωτεινό. Τό νεκρό του σῶμα εὐλύγιστο, ὅπως τῶν Ἁγιορειτῶν. Τά δύο κυπαρίσσια πλάι στόν τάφο τοῦ λύγισαν σάν γιά νά τόν προσκυνήσουν, ὅπως εἶχε προείπει, καί πολλά πουλιά συνάχθηκαν τήν ὥρα τῆς ταφῆς του, δίχως νά φοβοῦνται τόν πολύ κόσμο. Ὅλοι ἦταν πλέον βέβαιοι ὅτι κηδεύεται καί θάβεται ἕνας ἅγιος, ζήτησε νά τόν θάψουν μέ τά ἄμφιά του, τόν σταυρό του καί τά λειτουργικά του βιβλία πού εἶχε ἀπό τήν Γεωργία.

 Πηγή: https://www.monastiriaka.gr