Η προσευχή, η λειτουργική και η κατ’ ιδίαν, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απαγγελία μερικών ευχών ή την απαρίθμηση αιτημάτων.
Φαίνεται ίσως παράδοξο, όμως στην προσευχή πρέπει να μάθουμε λιγότερο να μιλάμε και περισσότερο να ακούμε. Εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι να σταθούμε απέναντι στον Θεό με ανεπιτήδευτη απλότητα και ειλικρινή ταπείνωση. Να γίνουμε ολόκληροι μια χρυσή πληγή που κέντησε η αγάπη Του. Έτοιμοι να δεχθούμε ό,τι μας φέρει ο λόγος ή η σιωπή Του. Εκεί, στην βαθεία καρδία, μας επισκέπτεται ο Θεός, εκεί μας λέει, Ιδού, εγώ ειμι.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει πως όταν ξεκινάς να σταθείς ενώπιον του Θεού, ας είναι ο χιτώνας της ψυχής σου υφασμένος εξ ολοκλήρου από το νήμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθείς από την προσευχή σου. Χωρίς την διάθεση να αγαπήσουμε τους άλλους, η προσευχή μας θα είναι μια φαρισαϊκή παγίδα και θα μας περιχαρακώνει στον εγωισμό, την υπερηφάνεια, στον ατομισμό μας.
Ακόμη κι αν βλέπουμε τον εαυτό μας μακριά από τον Θεό, ας μη διστάζουμε να προσευχηθούμε. Και το απεγνωσμένο ψέλλισμα του πιο αμαρτωλού ανθρώπου προσευχή είναι. Άλλωστε η συναίσθηση της ανεπάρκειάς μας είναι ο μισός δρόμος της επιστροφής. Η πτωχή τω Πνεύματι ψυχή είναι αυτή που γνωρίζει τα τραύματά της, αναγνωρίζει το σκοτάδι της και επιζητά συνεχώς την επίσκεψη του καλού ιατρού. Αν λοιπόν η τραυματισμένη ψυχή δεν ευχαριστείται στις πληγές της και δεν συνευδοκεί στην αμαρτία της, έρχεται ο Χριστός και την φροντίζει και την αποκαθιστά υγιή και κάτι περισσότερο. Ας μη λησμονούμε ότι στο πρόσωπο του Θεανθρώπου η δική μας φύση έχει θεωθεί. ‘Και εκ του πληρώματος αυτού πάντες ελάβομεν’ (Ιω. 1,16).
Τί μπορεί ή τί πρέπει να λέει κάποιος στην προσευχή του; Στη συνομιλία με τον Θεό δεν υπάρχει πρωτόκολλο. Αρκεί κανείς να ενώνει στην προσευχή τον νου με την καρδιά. Όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Κάτωθεν από της καρδίας έλκυσον φωνήν. Ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η συνεχής επανάληψη της μονολόγιστης ευχής: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με. Μια προσευχή-σιωπή, που δεν χρειάζεται πολλά λόγια ούτε απομνημόνευση. Εφόσον λέγεται με την ανάλογη διάθεση, θα μάθει σιγά σιγά την καρδιά να εύχεται αδιαλείπτως, και ο άνθρωπος θα εφαρμόσει την προτροπή του αποστόλου Παύλου, ‘Είτε ουν πίετε είτε εσθίετε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε.’
Όταν όμως η ψυχή μας είναι δεμένη με τα πράγματα του κόσμου, όταν η ειρήνη και η χαρά μας εξαρτώνται από την κοσμική επιτυχία, ελάχιστα μπορούμε να ελπίσουμε και να στηριχθούμε στον Θεό. Ο υλιστής είναι κλεισμένος στον εαυτό του, και δεν ησυχάζει ούτε κι αν αποκτήσει όλο τον κόσμο. Δεν μπορεί να προσευχηθεί αληθινά, διότι το πνεύμα του ατροφεί, ούτε μπορεί να αγαπήσει, διότι βλέπει τους άλλους ως απειλή για την ευμάρειά του.
Η προσευχή είναι έργο ολόκληρης της Εκκλησίας, η ευγενέστερη εκδήλωση της εν Χριστώ αγάπης. Της διπλής αγάπης, που η μια της πλευρά βλέπει προς τον Θεό και καθρεφτίζει την εικόνα Του, και η άλλη προς τους αδελφούς, στον καθένα εκ των οποίων αναγνωρίζει αυτή την εικόνα.
Εμείς οι μοναχοί την ημέρα εργαζόμεθα, αποφεύγοντας την έξοδό μας από την πύλη της Μονής. Τη νύχτα, όμως, και στο κελλί μας και στο καθολικό, ταξιδεύουμε στους δρόμους των πόλεων, στα χωριά, στις ερήμους και τις θάλασσες, από όπου συνάγουμε όλο τον ανθρώπινο πόνο και τον αναφέρουμε στον Θεό.
Η προσευχή είναι πρόξενος ό,τι καλού. Είναι δώρο και προνόμιο αναφαίρετο, δικαίωμα που μας έδωσε ο Θεός να αντλούμε αενάως από τη ζωή, τη ζωή που υπερβαίνει και νικά όλες τις μορφές του κακού, της φθοράς και του θανάτου που γνωρίζουμε και αντιμετωπίζουμε στον κόσμο τούτο.
Σήμερα, τώρα και πάντα, είναι καιρός προσευχής.
Αρχιμανδρίτου Χριστοδούλου,
Καθηγουμένου Ι.Μ. Κουτλουμουσίου,
Απόσπασμα Ομιλίας.