Τα Εισόδια της Θεοτόκου-Αφιέρωμα στη μονή Ομπλού

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ναό, γνωστά στη Δύση ως Παρουσίαση της Παρθένου Μαρίας, είναι χριστιανική εορτή, η οποία εορτάζεται από όλα τα χριστιανικά δόγματα που αναγνωρίζουν αγίους στις 21 Νοεμβρίου. Ανήκει στις Θεομητορικές εορτές

Η πρώτη γνωστή αναφορά σε αυτό βρίσκεται στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα απόκρυφο κείμενο του τέλους του Β΄ αιώνα. Σύμφωνα με αυτό, οι μετέπειτα γονείς της Παναγίας, ο Ιωακείμ και η Άννα, ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το οτι δεν είχαν παιδιά. Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό.

Αποκτώντας τη Μαρία λοιπόν, την πήγαν όταν ακόμη αυτή ήταν παιδί, στον Ναό της Ιερουσαλήμ προκειμένου να την αφιερώσουν στον Θεό.

Αυτά είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας (όπως το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου και το Βιβλίο της Γεννήσεως της Μαρίας) προσθέτουν ότι η Μαρία αφιερώθηκε στον Ναό σε ηλικία περίπου τριών ετών, σε εκπλήρωση ενός όρκου. Κατά την παράδοση παρέμεινε εκεί προς μόρφωση για να προετοιμασθεί για τον ρόλο της ως Θεομήτωρ.

Η ιστορία

Η διήγηση στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αναφέρει ότι, σε ευχαριστία για τη γέννηση της κόρης τους Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα απεφάσισαν να την αφιερώσουν στον Θεό και την πήγαν ως νήπιο στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Υπάρχει παραλληλία των Εισοδίων με την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης για τον προφήτη και Κριτή Σαμουήλ, του οποίου η μητέρα, επίσης ονομαζόμενη Άννα, πίστευε ότι ήταν στείρα και προσέφερε έτσι το τέκνο της ως δώρο προς τον Θεό στο Σιλόχ.

Η Μαρία παρέμεινε στον Ναό μέχρι το δωδέκατο έτος της ηλικίας της οπότε οι ιερείς του Ναού όρισαν τον Ιωσήφ ως προστάτη της. Σύμφωνα με την Κοπτική παράδοση, ο πατέρας της, ο Ιωακείμ, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν έξι ετών και η μητέρα της, η Άννα, είχε αποβιώσει όταν η Μαρία ήταν οκτώ ετών.[2] Ακόμα και αν η ιστορία είναι ένας θρύλος χωρίς ιστορικές αποδείξεις, έχει σκοπό να τονίσει πως ακόμα και στην παιδική της ηλικία η Μαρία ήταν αφιερωμένη στον Θεό με απόλυτο τρόπο.

 

Ιερά Μονή Ομπλού Πατρών

Πανηγυρίζει στα εισόδια της Θεοτόκου 21 Νοεμβρίου

Η Iερα Μονη Ομπλου βρίσκεται 15 χιλιόμετρα και σε υψόμετρο 750 μέτρων από την Πάτρα, την πόλη όπου μαρτύρησε ο απόστολος Ανδρέας. Τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 21 Νοεμβρίου. 

Η Ιερά Μονή ιδρύθηκε το 1315 από τον ιερομόναχο Ιωακείμ και τους δυο μοναχούς μαθητές του Ιωάσαφ και Παρθένιο. Στην περιοχή αυτή υπήρχε ένα εκκλησάκι, δίπλα στο οποίο οι πατέρες έκτισαν δύο κελιά και ξεκίνησαν την κοινοβιακή ζωή της Μονής. 

Στο μικρό αυτό Ναό υπήρχε μια εικόνα της Θεοτόκου η οποία είχε πολύ γλυκό πρόσωπο. Οι αρβανίτες κάτοικοι της ορεινής περιοχής των Πατρών ονόμασαν την Θεοτόκο «Όμπιλε» που σημαίνει γλυκιά Παναγιά. Από παραφθορά αυτής της λέξης πήρε και την ονομασία της η Μονή (ΟΜΠΙΛΕ — ΟΜΠΛΟΣ). Το έτος 1581 ο ηγούμενος της μονής Παχώμιος κατάφερε με έγγραφο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία του Β’ του τρανού να αναγνωρισθεί η μονή ως σταυροπηγιακή.

Κατά την διάρκεια των ετών 1601-1612 κτίσθηκε, από τον γαιοκτήμονα Γεώργιο Δεμένικα και τον μάστορα Δημήτριο, το σημερινό καθολικό στην θέση του παλαιού που υπήρχε πριν το 1315 το οποίο και εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Τιμόθεο ( Μαρμαρινό ) τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη.

Τα γύρω κτίσματα της Μονής κτίσθηκαν το 1689 εκτός από τη βόρεια πτέρυγα που κτίσθηκε το 1754. Το 1770 στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και έπειτα από μια αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων, οι Τούρκοι έκαψαν τη μονή και το καθολικό σε αντίποινα. Όμως οι πατέρες σύντομα έφτιαξαν πάλι τη μονή όπως ήταν πρώτα.

Η Μονή βοήθησε αρκετά στην προετοιμασία της επανάστασης του 1821 και για αυτό οι Τούρκοι την έκαψαν πάλι τον Ιούνιο του 1821. Μια μεγάλη καταστροφή για το μοναστήρι αφού χάθηκαν πολλά ιστορικά κειμήλια, έγγραφα και εικόνες. Μετά την φωτιά οι πατέρες μάζεψαν ότι πολύτιμο είχε διασωθεί και έφυγαν για άλλες μονές στα Επτάνησα που ήταν στη κατοχή των Άγγλων.
Επέστρεψαν στην Μονή το 1828 όταν δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος και άρχισαν σιγά – σιγά να φτιάχνουν τα κατεστραμμένα κελιά και το καθολικό. Τότε (1865) χτίσθηκε για πρώτη φορά το καμπαναριό αφού οι Τούρκοι απαγόρευαν τις κωδωνοκρουσίες. 

Η τρίτη καταστροφή του μοναστηριού έγινε από τους Γερμανούς, αυτή τη φορά το 1943 στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, καίγοντας την μια πτέρυγα των κελιών, εκεί που κρύβονταν Έλληνες αντάρτες. Μάλιστα από θαύμα της Παναγίας δεν κάηκε το καθολικό της Μονής κ’ οι άλλες πτέρυγες της Μονής, γιατί όταν ο Γερμανός διοικητής μπήκε στην εκκλησία να βάλει φωτιά, βγήκε μετά από λίγο μετανοιωμένος και διέταξε τους στρατιώτες του να φύγουν αμέσως από το μοναστήρι χωρίς να πειράξουν τους πατέρες.

Στο αρχείο της Μονής σώζονται σιγγίλια, σιγγιλιώδη γράμματα, δικαιοπρακτικά και άλλα έγγραφα, λειψανοθήκες και εικόνες.

Σήμερα στην Μονή ζουν και εργάζονται πνευματικά έξι πατέρες με Ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Κωτσάκη

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *